ἀσβεστοχύλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστοχύλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσβεστοχύλισμα τό, Γ. Βλαχογιανν. Τὰ παληκάρ. 45 - Λεξ. Βλαστ. 317.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ χύλισμα.
Σημασιολογία
Ἐπίχρισις δι᾿ ἀσβέστου, ἀσβέστωμα ἔνθ’ ἀν.: Τὸ... μαγερε͜ιὸ μὲ τὸ γυμνό του πάτο ὁλόλευκο ἀπὸ τ’ ἀσβεστοχυλίσματα Γ. Βλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσβέστωμα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA