γάνιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάνιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάνιˬα ἡ, Ἤπ. γκάνιˬαἬπ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ κλαίῃ τις μεγαλοφώνως: Κακὴ γάνιˬα νὰ σὲ μάσῃ! (ἀρά). 2) Στενοχωρία Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/