γανιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γανιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γανιˬὰ (Ι) ἡ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ). γαν-νιˬὰ Κῶς.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Γάνα 1, ὃ ἰδ., Κῶς Μακεδ. (Καταφύγ.) 2)Ἡ μελανὴ ἀσβόλη τοῦ φούρνου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) 3) Μελανὴ κηλίς, μελανιˬὰ Κέρκ.: Πήγαινε νὰ πλυθῇς ποῦ εἶσαι γεμᾶτος γανιˬές. 4) Μεταφ. αἶσχος, ὄνειδος Κέρκ. Πβ. γάνα, γανάδα, γανάδι, γανιˬάδα, γανίλα, γάνος (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA