ἀσβέστωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβέστωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσβέστωμα τό, σύνηθ. ἀσβέστουμα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσβεστώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἐπίχρισις δι’ ἀσβέστου σύνηθ. Συνών. ἀσβεστοχύλισμα, ἀσβέστωσι. β) ἡ λαθραία ἐν καιρῷ νυκτὸς ἐπάλειψις τῆς θύρας τῆς οἰκίας τῶν ἀντεραστῶν ὑπὸ τῶν συγγενῶν τῶν μνηστευθέντων μετὰ τὴν τέλεσιν τῆς μνηστείας Λέσβ. 2) Ἡ ἀμμοκονία τῶν τοίχων Ι. Πολέμ. Ἀλάβαστρ.2 98: Ποίημ. Κουρασμέν’ οἱ τοῖχοι του σκορπίζουν τ’ ἄχρηστ’ ἀσβεστώματα σωρό. Συνών. σουβᾶς. 3) Προσθήκη ἀσβέστου εἰς καλλιεργούμενα ἐδάφη πρὸς λίπανσιν Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. 4) Ἡ ἐντὸς ἀσβέστου διαλελυμένης ἐμβάπτισις τῶν δερμάτων διὰ νὰ φουσκώσουν καὶ ἀποβάλουν τὰς τρίχας Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/