ἀσβεστώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
ἀσβεστώνω σύνηθ. ἀσβιστώνου βόρ. ἰδιώμ.
Τυπολογία
ἀσβεστώνω σύνηθ. ἀσβιστώνου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀσβεστώνω. Ἰδ. Δουκ. ἐν λ. ἀσβεστομένος «σπίτι θολοσκέπαστον καὶ καινουργοασβεστωμένον».
Σημασιολογία
1) Χρίω μὲ διάλυμα ἀσβέστου, ἀσπρίζω σύνηθ.: Τοῖχος ἀσβεστωμένος. Μάντρα ἀσβεστωμένη σύνηθ. Τὸ ’σβέστωνε τὸ σπ’τά’ τὴ bροψὲς Μύκ. Ἀσβιστώνου τοὺ πατ’τήρ Στερελλ. (Ἀράχ.) || Φρ. Τὸν ἀσβέστωσε (τὸν ἔδειρε δυνατὰ) Πελοπν. (Λάκων.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλείφω Α3. β) Μεταφ. ψιμυθιῶ ἐνιαχ.: Ἀσβεστωμένα μοῦτρα. Γυναῖκα ἀσβεστωμένη. 2) Ἐπαλείφω δι’ ἀσβεστοκονιάματος σύνηθ.: Ποίημ. Ἀρχίζει σύνταχα ἡ δουλε͜ιά, σὰν γίγαντοι πιθώνουν πέτρα σὲ πέτρα οἱ μάστοροι καὶ χτίζουν κιˬ ἀσβεστώνουν Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 2,24. 3) Ἀναμειγνύω ἔδαφός τι μὲ ἄσβεστον πρὸς λίπανσιν Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. 4) Ἐμβαπτίζω τὸ δέρμα εἰς διάλυσιν ἁσβέστου διὰ ν’ ἀφαιρεθοῦν εὐκόλως αἱ τρίχες Ἀθῆν. κ.ἀ.: Τομάρι ἀσβεστωμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA