ἄσβηστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσβηστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄσβηστα ἐπίρρ. Ι. Πολεμ. Κειμήλ. 79.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσβηστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ σβήνῃ, ἀσβέστως: Ποίημ. Κ’ ἐμπρὸς ‘ς τὴ λάμψι ποῦ ἄσβηστα | κιˬ ὁλόγυρά του χύνει, θαμπώνεται καὶ σβήνει | τῆς ἀρετῆς τὸ φῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/