ἄσβηστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσβηστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσβηστος ἐπίθ. ἄσβεστος Κρήτ. Πελοπν. (Λάστ.) – Σ. Μαρτζώκ. Ποιήμ. 60 Γ. Στρατήγ. Τραγούδ. νησ. 24 ἄσβηστος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἄβζηστος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄσβηστους βόρ. ἰδιώμ. ἄβζηγος Πόντ. (Σάντ.) ἀνέβζηγος Πόντ. (Σάντ.) ἀνέβηγος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄσβεστος. Τὸ η κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. σβήνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. (λ. ἄσβιστος).
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σβεσθεὶς ἢ μὴ σβεννύμενος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄσβηστος ἀσβέστης (τέτανος μὴ σβεσθεῖσα δι᾽ ὕδατος). Ἄσβηστη φωτιˬά. Ἄσβηστο τσιγάρο κοιν. Ἄβζηστον ἐπέμ᾽νεν ἡ φωτία Τραπ. Ἀνέβηγον ἔν᾽ τ᾽ ὀτὰκ (ἡ ἑστία) Κοτύωρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὅμ. Π 123 «τῆς δ᾽ αἶψα κατ᾽ ἀσβέστη κέχυτο φλόξ». 2) Μεταφ. ἄπαυστος, ἀδιάλειπτος, διαρκὴς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἄσβηστος καηˬμός. Ἄσβηστη λύπη σύνηθ. Ἄβζηστος ἔν᾽ ἢ καμονή μου (ὁ καημός μου) Τραπ. Ἄσβεστες ἐλπίδες Σ. Μαρτζώκ. ἔνθ᾽ ἀν. - Πῶς νὰ ξεχάσω... τὸ... σχολεῖο ποῦ διατηροῦν οἱ πεˬὸ φιλάνθρωπες κατιμημένες κυρίες τῆς Τήνου μὲ ἄσβεστη στοργὴ καὶ μὲ μητρικὰ πόνο γιˬὰ τὶς φτωχοῦλλες τοῦ νησιˬοῦ παρθένες Γ. Στρατήγ. Τραγούδ. νησ. 24 || Ποιήμ. Καηˬμέ μου, σὲ πίνει καὶ δὲ σὲ στερεύει, μιˬὰν ἄσβηστη λαύρα σὲ πίνει, ὦ φαρμάκι! Μ. Μαλακάσ. Ασφοδ. 125. Κιˬ ἄλλοι σὰν ἀπὸ μιˬὰν ἄσβηστη | δίψα ποῦ τοὺς εἶχε κάμει κἄπο͜ια ἀχόρταγα στοιχε͜ιά, | στέκαν ἄκρη ᾽ς τὸ ποτάμι Κ. Παλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ. 28. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὅμ. Α 599 «ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι Θεοῖσιν». β) Ἀνεξίτηλος Ι. Πολέμ. Ἀλάβαστρ. 212: Ποίημ. Καὶ βλέπει ἐμπρός της μιὰ βαθε͜ιά, μιˬὰ θλιβερὴ εἰκόνα βαμμένη μὲ τὰ αἵματα τ᾽ ἄσβηστὰ ᾽ς τὸν αἰῶνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA