ἀσβολιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβολιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσβολιˬὰ ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) ἀσβολὲ Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβόλη.

Σημασιολογία

1) Αἰθάλη ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσβολιˬὰ ποῦ τὴ σηκώνει ὁ dέτζερης! Ἀπύρανθ. Συνών. ἀσβόλη 1, καπνιˬά. 2) Συνεκδοχ. Κηλὶς ἐξ αἰθάλης ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅλον ἀσβολιˬὲς εἶν᾽ ἡ μούρη σου Ἀπύρανθ. Συνών. μουντζούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/