γάνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάνος (Ι) τό, Κρήτ. Χίος.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γάνος=λαμπρότης, στιλπνότης.

Σημασιολογία

Λίπος, πάχος ἔνθ’ ἀν.: Τό γάλα ἔχει γάνος Κρήτ. Τὸ φαεῖ δὲν ἔχει γάνος αὐτόθ. Συνών. γάνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/