γάνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γάνος (ll) τό, Εὔβ. (Κύμ.) Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γανιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἰός, ἡ σκωρία τοῦ χαλκοῦ Εὔβ. (Κύμ.) Χίος (Καρδάμ.) 2) Τὸ λευκὸν ἐπίχρισμα τῆς γλώσσης προερχόμενον ἐκ τῆς ξηρότητος αὐτῆς Χίος (Κορδάμ.): Τὸ στόμα του ἦταν ὁλόασπρον μέσα ἀφ’ τὸ γάνος. Πβ. γάνα, γανάδα, γανάδι, γανιˬὰ (Ι), γανιˬάδα, γανίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA