ἀσβολιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβολιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσβολιˬάρις ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβόλη καὶ τῆς καταλ. -ιάρις.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ δι᾽ ἀσβόλης μελανθείς: ᾽Ασβολιˬάρι, δὲ bάς νὰ πλύνῃς τὴ μούρη σου; Συνών. ἀσβολομούρης. 2) Ὁ ἡμίκαυστος καὶ πλήρης αἰθάλης, ἐπὶ ξύλων: Καλύτερά ᾽χω νὰ κάθωμαι σβηστὴ παρὰ νὰ καύγω ἀσβολιˬάρικα ξύλα. Β) Οὐσ. 1) Παιγνίδιον παιζόμενον μὲ τὰ παιγνιόχαρτα, καθ᾽ ὃ ὁ παίκτης εἰς τοῦ ὁποίου τὰς χεῖρας ὑπολείπεται ὁ ρῆγας μπαστούνι ἀσβολώνεται ὑπὸ τῶν ἄλλων εἰς τὸ πρόσωπον: Παίζομε dὸν ἀσβολιˬάρι. Συνών. μουντζούρης. 2) Τὸ παιγνιόχαρτον ρῆγας μπαστούνι εἰς τὸ ἀνωτέρω παιγνίδιον: Ὁ δεῖνα βαστᾷ τὸν ἀσβολιˬάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/