ἀσβόλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβόλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσβόλωμα τό, Κρήτ. (Μεραμβ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Κ. Παλαμ. Γράμματ. 1,62 -Λεξ. Δημητρ. ᾽σβόλωμα Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσβολώνω.

Σημασιολογία

1) Ἡ δι᾽ ἀσβόλης μέλανσις, συνήθως τοῦ προσώπου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κ. Παλαμ. Γράμματ. 1,62 - Λεξ. Δημητρ.: Τ᾽ ἀσβολωμάτου μὀδὰ εἶ᾽ dὰ ᾽έλιˬα ποῦ κάνετε τώρᾳ σεῖς, ἔ; Ἀπύρανθ. Τὸ ἀσβόλωμα νὰ εἶναι μαῦρο μαῦρο, τὰ χειρόχτιˬα κατάλευκα Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀσβολωμὸς 1. 2) κτύπημα Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Συνών. ἀσβολωμὸς 2. 3) Ἐπῆρεια κακῶν πνευμάτων Κρήτ. (Μεραμβ. Σητ. κ.ἀ.): ᾽Σβόλωμά ᾽χει ἀποὺ τὰ κακὰ πράματα καί πρέπει νὰ τόνε διˬαβάσῃ ὁ παππᾶς Σητ. Συνών. ἀσβολωμός 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/