γάντζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάντζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάντζα ἡ, πολλαχ. γκάντζα Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) κάντζα Θρᾴκ.(Ἀδριανούπ. Σκοπ.)-Λεξ. Περίδ. Βυζ. κάντζα Σκόπ. κάντα Πόντ.(Τραπ. Χαλδ.) γάρτα Πόντ. (Κολων). σγάντζα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ. Στρόπον.) κάντζιˬα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μακεδ (Καστορ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάντζος, παρ’ ὃ καὶ σγάντζος.

Σημασιολογία

1) Ἄγκιστρον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κολων. Τραπ. Χαλδ.) β) Ἁρπάγη, ἄγκυρα λέμβου Λεξ. Περιδ. Βυζ. γ) Ράβδος ἀγκυλωτὴ εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον κατάλληλος διὰ νὰ συλλάβῃ καὶ ἕλκῃ τι πρὸς ἑαυτὴν Λεξ. Αἰν. δ) Κοντὸς μετὰ σιδηροῦ ἀγκυλίου εἰς τὸ ἓν ἄκρον εὔχρηστος εἰς τὰ πλοῖα πρὸς συγκράτησιν ἐξ ἄλλων πλοίων ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς Λεξ. Αἰν. 2) Ταινία ἐξ ὑφάσματος ἔχουσα εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον ἄγκιστρον μετάλλινον, διὰ τοῦ ὁποίου συγκρατοῦνται ἐνδύματα κατὰ τὴν ραφὴν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ.) Πόντ. (Τραπ.) 3)Προεξέχουσα τοῦ τοίχου σανὶς πρὸς στήριξιν ἀντικειμένων Πάρ. 4) Ἀκανθωτός τις θάμνος, τοῦ ὁποίου οἱ κλῶνοι ὁμοιάζουν μὲ ἄγκιστρα Εὔβ. (Κύμ. Στρόπον.) 5) Ἀγρία ἐλαία Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/