ἀσεβὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσεβὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσεβὴς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πελοπν. (Λακων.) ἀσεβὸς Ποντ. (Τραπ.) ἄσεβος Κ. Παλαμ. Δωδεκαλ. Γύφτ.2 127 Βωμ.2 44 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀσεβής. Οἱ τύπ. ἀσεβός, ἄσεβος μετεπλάσθησαν κατὰ τὰ εἰς -ος ἐπίθ., καθ᾽ ἃ καὶ ἀκριβὸς καὶ ἄκρεβος ἐκ τοῦ ἀκριβὴς κττ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ σεβόμενος τοὺς γονεῖς, τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀνωτέρους ἢ τὸν Θεόν, ἀνίερος, ὑβριστὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ δεῖνα εἷναι ἀσεβής, δὲ σέβεται μήτε Θεὸ μήτε ἀνθρώπους λόγ. κοιν. || Φρ. Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν! (ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης. Ἐπὶ βλασφήμου) Ι. Βενιζέλ. Παροιμ. 353,3. || Παροιμ. ᾽Σ τοῦν ἀσεβήδωνε τὸ χωριˬὸ τὸν Ἁλωνάρι βρέχει Λακων. Τ᾽ ἀσεβοῦ τὸ βίον ὁ δβολον τρώει ἀτο (ἐπὶ φιλαργύρου τοῦ ὁποίου τὰ χρήματα σπαταλῶνται ὑπὸ κακῶν κληρονόμων) Τραπ. || Γνωμ. Ἀλλο͜ιά τονε τὸν ἀσεβῆ κιˬ ὁποὺ κοντά του στέκει Λεξ. Πρω. Δημητρ. || Ποίημ. Καὶ μελανιˬάσουν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ κόλασι μανιˬάσῃ κιˬ ἀνοίξῃ γιˬὰ νὰ καταπιˬῇ τῶν ἄσεβων τὸ γένος Κ. Παλαμ. Βωμ.2 44 Καὶ μὲ τὸν ἄμυˬαλο γελοῦσαν | καὶ μὲ τὸν ἄσεβο φρενιˬάζαν Κ. Παλαμ. Δωδεκαλ. Γύφτ.2 127.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA