γαντζέλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαντζέλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαντζέλλι τό, ἀμάρτ. γατζέλλι Κρήτ. καντζέλλι Κῶς κατζέ’ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γάντζος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έλλι.
Σημασιολογία
1) Ἀγκιστροειδὲς ὄργανον, ἐξ οὗ ἀναρτοῦν πρᾶγμά τι Κρήτ. Λέσβ. 2) Νύχι Κῶς. 3) Νύχι τοῦ ἱέρακος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA