ἄσειστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσειστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσειστος ἐπίθ. Ζάκ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) κ.ἀ. - Λεξ. Γαζ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. - Α. Προβελ. Ποιήμ. 1,137 Γ. Ἐπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 251 Π. Παπαχριστοδ. ἐν Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 3,13 Δ. Σολωμ. 65 Κ. Παλαμ. Ὑμν. Ἀθην. 112 ἄσειχτος Θ. Κληρονόμος ἐν Κρητ. Στοᾷ 3,126.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν ἐπίθ. ἄσειστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σειόμενος ἢ σεισθείς, ἀκίνητος, ἀκλόνητος ἔνθ᾽ ἀν.: Δεντρὰ ἄσειστα Τραπ. Ὁ Σταχτόγιˬαννης ἦταν... ἄσειχτο κούτσουρο, βαρε͜ιόταν νὰ σηκωθῇ᾽ς τὰ πόιˬα του Θ. Κληρονόμος ἔνθ᾽ ἀν Ἔμειναν ἐκεῖ ἄσειστα, σκυφτὰ… καὶ τὰ πεˬὸ δειλὰ μάλιστα ἦταν ἕτοιμα νὰ τὸ βάλουν καὶ ᾽ς τὰ πόδιˬα Γ. Ἐπαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ χῦμα ὁρμητικὸ φθάνοντας βρίσκει ἐμπόδια νὰ περάσῃ γλήγορα τοὶς πέτρινες κολόννες ποῦ ἄσειστες ἀπὸ αἰῶνες τώρᾳ βαστοῦν᾽ς τὶς μπόρες Π. Παπαχριστοδ. ἔνθ᾽ ἀν. || Ποιήμ. Κ᾽ ἦταν σὰν κόσμος ἄσειστος κιˬ ἄγνωστος ποῦ δὲν ξέρει κἀνεὶς τί κρύβει μέσα του... (ὃ κέδρος) Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. ...Ξαπλωμένος ᾽ς τῆς σπηλα͜ιᾶς τὴν ἄσειστη τὴ σκέπη τὸ ναύτη κλαίω ποῦ ζωντανὸ τὸ Χάρω ἐμπρός του βλέπει Α. Προβελ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μεταφ. βαρύς, μέγας, ὑπέρογκος Ποντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Ἄσειστον προῖκαν ἐδῶκαν ἀτεν οἱ γονέοι ἀτ᾽ς Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA