ἀσέλλωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσέλλωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσέλλωτα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσέλλωτος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Χωρὶς σέλλαν, ἐφίππιον: Καβαλλικεύει ἀσέλλωτα. Μὴν καθίζῃς ᾽ς τὸ ἄλογο ἀσέλλωτα νὰ μὴ σὲ ρίξῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA