γάντι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάντι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάντι τό, κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gant. Παρὰ Σομ. γουάντι κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ 'Ιταλ. guanto.

Σημασιολογία

1)Χειρόκτιον κοιν.: Γάντιˬα μάλλινα-πάννινα-πέτσινα κττ. || Φρ. Φέρεται μὲ τὸ γάντι (εὐγενῶς). Τοῦ μιλάει μὲ τὸ γάντι (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Τοῦ πέταξε-τοῦ ’ρριψε τὸ γάντι (τὸν προσεκάλεσεν εἰς μονομαχίαν, ἐκ παλαιοτέρας συνηθείας) κοιν. Εἶναι κουμπὶ καὶ γάντι (ἀψόγως ἐνδεδυμένος) Σῦρ. ‖ Παροιμ. Γάττος μὲ γάντιˬα ποντικοὺς δὲν πιˬάνει (ἐπὶ τοῦ δεσμευομένου καὶ μὴ δυναμένου νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν προορισμόν του) (Ἀνατ. ᾿Επιθ. 1,451). β) Οἱονδήποτε κάλυμμα τῆς χειρὸς χρησιμεῦον εἰς προφύλαξιν Λεσβ. (Μυτιλήν.) 2) Εἶδος μαλακοῦ δέρματος χρησιμεύοντος εἰς κατασκευὴν ὑποδημάτων πολυτελῶν Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/