ἄσεφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσεφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσεφτος ἐπίθ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σεφτὸς<σέφω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διαπεποτισμένος δι᾽ ὕδατος καὶ κατ᾽ ἀκολουθίαν ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὀργωθῇ, ἐπὶ ἀγρῶν: Ἄσεφτο χωράφι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/