γανώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γανώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γανώνω (ΙΙ) Ἤπ. Λευκ. Παξ. Σαλαμ. γανώνου Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ). Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μετοχ. γανωμένος Καππ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάνα ἢ γανιˬὰ (Ι).
Σημασιολογία
1)Καθιστῶ τι μέλαν δι’ αἰθάλης, μουντζουρώνω Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Λευκ. Παξ.: Γάνουσε ὁ δάσκαλος τὸ παιδὶ Ἤπ. Γάνωσε τὴ μύτη της αὐτόθ. Ἔπιˬασι τοὺ τ’γά’ κὶ γανώθ’κι ὅλους αὐτόθ. Γανώθ’κα ’ς τὰ χέριˬα αὐτόθ. || Γνωμ. Τσ’ ἀκάλεστους ’ς τὸ γάμο τοὺς γανώνουνε Λευκ. β) Μεταφ. προσβάλλω ἠθικῶς Ἥπ. Λευκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μᾶς γάνουσε αὐτὴ ὅλο τὸ χωριˬὸ καὶ δὲν ἔχουμε μοῦτρα νὰ δοῦμε τὸν κόσμο Ἤπ. Μετοχ. γανωμένος, ἠθικῶς προσβεβλημένος Παξ. κ.ἀ. 2) Ἀμτβ. ἀλλοιοῦμαι εἰς τὸ χρῶμα Σαλαμ.: Τοῦ γάνωσε τὸ πρόσωπο. 3) Μετοχ. γανωμένος, ὁ ὑποφέρων ἀπὸ ὑπερβολικὴν δίψαν Καππ.: ᾎσμ. Πῆγεν εὗρεν τὸν Κώσταντα ’ς τοὺς τάφους ἁπλωμένο, τὸν ἄνοιξε καὶ τράνησε, τὰ μάτιˬα κουπωμένα, τὸν ἔκλινε κ’ ἐφίλησε, τὰ είλιˬα τ’ γανωμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA