γὰρ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γὰρ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

γὰρ σύνδ. σύνηθ. γάρες Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ὁ ἀρχ. αἰτιολογικὸς σύνδ. γάρ.

Σημασιολογία

1) Εὔχρηστος ἡ λ. αἰτιολογικῶς μόνον εἰς φράσεις ἀρχαίας ἀπολύτως χρησιμοποιουμένη καὶ ἄνευ αἰτιολογουμένης προτάσεως: Οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Ὁ γὰρ θάνατός σου ζωή μου ἐστί. Ἐννοεῖται καὶ γάρ. || Γνωμ. Τὰ γὰρ καλὰ μαθήματα φέρουσι καὶ τὰ χρήματα. 2) Ὡς ἀπορηματικὸν μόριον μὲ τὴν σημασίαν τοῦ μήπως Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Μάναρ. Παππούλ. Σουδεν. Στεμνίτσ. κ.ἀ.): Γὰρ ἐμὲ γεροκόμησε; Γὰρ ἔχω τίποτε νὰ σοῦ δώσω; Δημητσάν. Γάρες ἤξερα πῶς ἤσουν ἄρρωστος νά ’ρθω νὰ σὲ δῶ; || ᾌσμ. Γὰρ εἶσαι μῆλο νὰ σὲ φάω, κυδώνι νὰ σὲ κρύψω; εἶσαι ντερβίσης ξακουστός, ’ς τὴν Πόλη ξακουσμένος Μάναρ. Γὰρ εἶμαι δέντρο νὰ κοπῶ, ἐλαι͜ὰ καὶ νὰ λυγίσω; γὰρ εἶμαι καὶ παλα͜ιάνθρωπος γιˬὰ νὰ τὸ μαρτυρήσω; Στεμνίτσ. Πβ. μηγάρις, τιγάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/