ἀσημαστράγαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημαστράγαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημαστράγαλο τό, ἀμάρτ. ἀσημοστράγαλο Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ ἀστραγάλι, παρ᾽ ὃ καὶ στραγάλι.

Σημασιολογία

Ἀσημαστράγαλος, ὃ ἰδ.: Ἆσμ. Κόρη-ν-ἔπλενε κ᾽ ἐλε͜ιανοτραγουδοῦσε… καὶ τσ᾽ ἐφύσησε μαΐστρο τρεμουντάνα… καὶ τσ᾽ ἐφάνηκε τ᾽ ἀσημοστράγαλό τση.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/