ἀσημοβουλλωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοβουλλωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσημοβουλλωμένος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ βουλλωμένος μετοχ. τοῦ ρ. βουλλώνω.
Σημασιολογία
Σφραγισμένος μὲ ἀργυροῦν σφράγισμα: ᾎσμ. Γραφὴ σοῦ πέbω, μάθιˬα μου, ἀσημοβουλλωμένη, καὶ μὲ τὸ αἷμα τσῆ καρδιˬᾶς τὴν ἔχω καμωμένη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA