γαργαλέττο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργαλέττο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαργαλέττο τό, Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Μῆλ. Σῦρ. γαργαλέτσο Κίμωλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαργάλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έττο.
Σημασιολογία
1) Γαργαλέλλι, ὃ ἰδ., Κρήτ. Σῦρ. 2) Ξύλον διὰ τοῦ ὁποίου σκαλίζων τις ἐρευνᾷ Καππ. (Ἀραβάν.) 3) Εἶδος χρυσοῦ περιδεραίου Μῆλ. 4) Μεταφ. ἐλατήριον, κίνητρον Κίμωλ.: Ἔχει γαργαλέτσο μέσα του (δρᾷ, ἐνεργεῖ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA