γαργαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαργαλεύω πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) γαργαλεύου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαργαλεύγω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάρπ. κ.ἀ. γαργαλ-λεύγω Σύμ. κ.ἀ. γαργουλεύω Καππ. (Ἀραβάν.) γαρδαλεύω Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.) ’αργαλεύω Ἤπ. καργαλεύω Κύπρ. καργαλ-λεύγω Μεγίστ. καρκαλ-λεύγω Κάρπ. Τῆλ. καρκαλ-λdεύγω Ρόδ. καρκαλ-λdεύgιˬω Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαργάλα.

Σημασιολογία

1) Γαργαλίζω Α1, πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Παροιμ. Κουφοῦ καμπάνα κιˬ ἂν χτυπᾷς, νεκρὸν κιˬ ἂν γαργαλεύκῃς καὶ μεθυσμένον ἂν κερνᾷς, ὅλα χαμένα πάνε (ἐπὶ ματαιοπονίας) Ἀθῆν. β)Ἐνεργῶ ψαῦσιν προκλητικὴν ἀφροδισίου ἐρεθισμοῦ Λεξ. Δημητρ. γ)Διεγείρω τὸν πόθον τινὸς διὰ πράξεως ἢ λόγου Λεξ. Δημητρ. δ) Θωπεύω Κάρπ. 2)Ψηλαφῶ, ἐρευνῶ, ψάχνω Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.): Ἐκεῖ ’π’ τὸν γαργάλευε, τόνε τζίb’σε Τσακίλ. Γαργαλεύω τὴ ροιˬδὰ (ψάχνω μεταξὺ τῶν κλώνων πρὸς εὕρεσιν καρπῶν) Πελοπν. (Μάν.) 3) Κινῶ, σείω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ): Τὸν γαργαλεύω λίγο γιˬὰ νὰ ξυπνήσῃ. Καὶ ἀμτβ. κινοῦμαι, σαλεύω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Τσακίλ): Ὁ δράκως, ἅμα ἡ φλόγα ἀρχίνεψε ν’ ἀνάβ’, ἀρχίνεψε κιˬ αὐτὸς νὰ γαργαλεύῃ (ἐκ παραμυθ.) Σαρεκκλ. || Φρ. Δὲ γαργαλεύει (ἐπὶ ἀνθρώπου ἢ ζῴου οὐδὲν σημεῖον δεικνύοντος) αὐτόθ. 4) Σκαλίζω Καππ. (Ἀραβάν.): Γαργαλεύει τὰ δόντιˬα του. 5) Ὁμαλίζω τὸ ἐσκαμμένον μέρος, ὅπου μέλλει νὰ γίνῃ σπορὰ Καππ. (᾿Αραβάν.) 6) Παράγω κρότον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Κάποιος ποd’κός γαργαλεύγει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/