γαργαλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργαλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαργαλίδα ἡ, πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) γαργαλ-λίδα Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαργαλήθρα, εἰς ὃ ὑποκατεστάθη ἡ καταλ. -ήθρα ὑπὸ τῆς -ίδα, ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. γαργαλεˬῶνας, δι’ ὃ ἰδ. γαργαρεˬῶνας, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον. Πβ. Κορ. Ἱπποκρ. ἀρχ. ἰατρ. 172, ὅπου ἡ λ. συνδυάζεται πρὸς τὸ ἀρχ. γαργαρεών.
Σημασιολογία
1)Ἀδὴν ἐν γένει Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 387. β) Πληθ., οἱ ἀδένες τοῦ λαιμοῦ, αἱ ἀμυγδαλαῖ πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαργαλίδι 1β. γ) Πᾶν ἐν γένει ἔκφυμα ἢ ἐξόγκωμα δερματικὸν ἀνθρώπων καὶ ζῴων πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἔβγαλι τοὺ πιδὶ δυˬὸ γαργαλίδις κὶ δὲν ξέρου πῶς νὰ τοὶς γιˬατρέψου Ἴμβρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγολίθι 2. 2) Ἡ νόσος ἀδενῖτις ἢ παρωτῖτις Πόντ. (Κερασ.) 3) 'Εσωτερικὸς πόνος τοῦ λαιμοῦ Λέσβ.: Γαργαλίδα νὰ σὶ κόψ’! (ἀρά). 4) Ἡ νόσος κοκκύτης Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA