γιδούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδούλα ἡ, πολλαχ. ’δούλα βόρ. ἰδιώμ. ᾿ιδούλα Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλα.
Σημασιολογία
1) Αἴξ μικρόσωμος ἢ μικρᾶς ἡλικίας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχω νιˬὰ γιδούλα πρωτόγεννη πού ᾽κανε τρία κατσίκιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔν᾿ ἡ γιδούλα μου χαμαε͜ιδή, δὲν πέταξε καθόλου ἀνάστημα (χαμαειδὴ = κοντὴ) Πελοπν. (Παιδεμέν.) 2) Θωπευτικῶς μεθ᾿ ὑποκορ, αἴξ ἀσχέτου ἀναστήματος καὶ ἡλικίας ἔνθ’ ἀν.: Πάει ἡ ’δούλα μ’ ἡ καλή, τ᾽ν ἔφα’ οὑ λύκους Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔχου μιˬὰ ’δούλα ᾽ς τοὺ κουπαδ’ μ᾿! Θεσσ. (Σκήτ) Ηὗρι νιˬὰ γριούλα ποὺ εἶχι πιντέξ’ ’δοῦλις (ἐκ παραμυθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) Ἔλα, ’δούλα μ᾽! (προτρεπτ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τί σοῦ ᾽κανε, μωρ’, ἡ γιδούλα μου ποὺ τὴν κοψοπόδιˬασες; Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γιδίτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA