γαργαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαργαλίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) γαργαλίζου βόρ. ἰδιώμ. gαρgαλίζω παλλαχ. καρκαλίζω Κύπρ. gορgαλίζω Μακεδ. (Καταφύγ.) γαργαλῶ σύνηθ. gαρgαλῶ Θεσσ. γαργαλοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γαργαλάω σύνηθ. γαργαλάου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Λεντεκ.) γαργαλε͜ιῶ Κρήτ. καρκαλε͜ιῶ Κύπρ. καρκαλῶ Κύπρ. Παθ. γαργαλίζομαι κοιν. γαργαλίζουμι βόρ. ἰδιώμ. gαργαλε͜ιέμαι σύνηθ. γαργαλε͜ιῶμαι πολλαχ. γαργαλε͜ιῶμι Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν.) gαρgαλνε͜ιοῦμι Μακεδ. καρκαλε͜ιοῦμαι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κύπρ. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γαργαλίζω. Τὸ γαργαλῶ διὰ τὴν σύμπτωσιν τῶν καταλ. -ισα καὶ -ησα ἀδιαφόρων ἐν τῇ προφορᾷ τῶν εἰς -ίζω καὶ -ῶ ρημάτων. Τὸ γαργαλε͜ιῶ διὰ τὸν παθητικὸν τύπ. γαργαλε͜ιέμαι. Τὸ γαργαλῶ καὶ μεσν. Πβ. Περὶ γέροντ. (ἔκδ. GWagner σ. 110) «τὰ μέλη σου νὰ γαργαλοῦν, νὰ δράμῃς καὶ νὰ πιάσῃ, | νὰ δροσιστῇ ἡ καρδούλλα σου, ὅλη νὰ ἀγαλλιάσῃ».

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1)Ψαύω τινὰ διὰ τῶν δακτύλων ἢ ἄλλου πράγματος εἰς τὰ εὐαίσθητα μέρη τοῦ σώματος, ὥστε νὰ προκληθῇ σύσπασις τῶν γελαστικῶν μυῶν πολλάκις δυσάρεστος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.): Τὸν γαργάλισα τόσο πολὺ ποῦ λύθηκε ἀπ’ τὰ γέλιˬα ἢ κόντεψε νὰ μείνῃ κττ. Τὸν γαργάλισα λιγάκι ’ς τὸ πόδι καὶ ξύπνησε ἀμέσως. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸν ἀγγίξῃ κἀνείς, γιˬατὶ γαργαλε͜ιέται πολὺ κοιν. || Αἴνιγμ. Ὁντὲ μπαίνῃ, gαρgαλίζ’ κιˬ ὁντὲ βγαίνῃ, στάζ’ ἡ μύτ’ dου (ἡ γραφὶς) Θρᾴκ. (Γέν.) || Παροιμ. φρ. Τὸ νεκρὸ κιˬ ἂν γαργαλίζῃς, | ὅλα χαμένα τά ’χεις (ἐπὶ ματαιοπονίας. Ἡ φρ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) Θρᾴκ. 2) 'Ενεργ. καὶ μέσ. αἰσθάνομαι κνησμὸν εἰς μέρος τι τοῦ σώματος πολλαχ.: Μὲ γαργαλίζει ὁ λαιμός. Γαργαλε͜ιέμαι ’ς τὴν πλάτη. 3) Θωπεύω ἐρωτικῶς πολλαχ.: Τὴ νύχτα σηκώνετ’ ὁ Χόdρος, πάει κοdὰ ’ς τσῆ κωπελλιˬᾶς καὶ τὴν ἐγαργάλε͜ιενε (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. (Ἡράκλ.) 4) Σκάπτω, σκαλίζω Ἤπ.: Παροιμ. φρ. Ἡ κόττα γαργαλίζοντας τὰ μάτιˬα της θὰ βγάλῃ. 5) Μέσ. ἐκρήγνυμαι εἰς γέλωτα Μακεδ. Β) Μεταφ. 1) Παρορμῶ, κεντῶ τὴν ἐπιθυμίαν τινὸς σύνηθ.: Τὸν γαργαλάει τ’ ἀχλάδι-τὸ μῆλο-τὸ σταφύλι καὶ θέλει νὰ τὸ φάῃ. Τοῦ γαργαλάει τὴν ὄρεξι ἡ μυρωδιˬὰ τοῦ φαγητοῦ σύνηθ. || Ποίημ. Τό φλογερὸ τουφέκι μου, τό λυγηρό μ’ ἀηδόνι τὸ γαργαλάω, τοῦ κεντῶ τὴν ὄρεξι ν’ ἀρχίσῃ ΣΠερεσιάδ. Χορ. Ζαλόγγ 3. 2) Μέσ. μοῦ γεννᾶται ἐπιθυμία συνήθως ἐρωτικὴ πολλαχ.: Βλέπει τὸ κορίτσι καὶ γαργαλε͜ιέται. Πβ. γαργαλεύω, γαργαλικεύω, γαργαλικιˬάζω, γαργαλικῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/