ἀσημοζώναρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοζώναρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημοζῶναρο τό, Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν.) – Σ. Ματσούκ. Γλυκοχαράμ. 40 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀσημουζώναρου Μακεδ. (Φλόρ.) ἀσημοζούναρο Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Πελοπν. (Μάν. Μεσσ. Οἰν.) - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ἀσημουζούναρου Μακεδ. (Νιγρίτ.) ἀσ᾽μουζούναρου Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλαμπακ κ.ἀ.) ᾽σημοζούναρο Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) ᾽σημουζούναρου Μακεδ. (Ζουπάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ ζωνάρι.
Σημασιολογία
Ἀργυρᾶ ἢ φέρουσα ἀργυρᾶς διακοσμήσεις ζώνη ἔνθ᾽ ἀν.: Νιˬὰ βουλὰ φόρ᾽γαν ἀσ᾽μουζούναρα οἵ ᾽ναῖκις Αἰτωλ. ᾌσμ. Κόρη μὶ τὰ ξανθά σ᾽ μαλλιˬὰ κι᾽ τὴ λε͜ιανὴ τὴ μέση κί μί τ᾽ ἀσημουζώναρου τὴ μέση ζουσμένη (ἐκ μοιρολ.) Φλόρ. Τοὺ πο͜ιά ᾽ν᾽ αὐτείν᾽ ἣ ἔμουρφη πὄρχιτι ἀπ᾽ τὴ βρύσι μί τοὺ gιˬουρdάνι ᾽ς τοὺ λιμό, μὶ τὴ λε͜ιανὴ τὴ μέση κὶ μὶ τοὺ ᾽σημουζούναρου χαμπλὰ χαμπλὰ ζουμένη; Μακεδ. Βγάζει τ᾽ ἀσημουζούναρού τ᾽ς, ᾽ς τὰ πρόβατα τοὺ βάζει Νιγρίτ. - Ποίημ. Τὴν ἄραχλη τὴ Βάσω μου τὴν ἀγαπητικε͜ιά μου, ποῦ ξεχωρίζει ᾽ς τὸ χωριˬὸ ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλα τὰ κορίτσιˬα ὅντας φορῇ τὴν μπόλιˬα της, τ᾽ ἀσημοζώναρά της Σ. Ματσούκ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA