γαργάλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργάλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαργάλισμα τό, κοιν. γαργά’σμα βόρ. ἰδιώμ. gαρκάλισμα Μακεδ. (Κοζ.) καρκάλισμαν Κύπρ. καρκάλημαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαργαλίζω, παρ’ ὃ καὶ καρκαλε͜ιῶ καὶ καρκαλῶ, ὅθεν ὁ τύπος καρκάλημαν. Ἡ λ. και μεσν.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ γαργαλίζῃ τίς τινα κοιν.: Δὲ δέχομαι γαργάλισμα. 2) Γέλως ἰσχυρὸς Μακεδ. (Κοζ.): Εἴχαμι μιτ’ αὐτὸν γέλιˬα κὶ γαργαλίσματα. Συνών. χάχανο. Πβ. γαργάλα, γαργαλέα, γαργάλεμα, γαργαλητό, γαργαλίκεμα, γαργαλίκημα, γαργαλίκι 1, γαργαλίκιˬασμα, γαργαλισμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/