ἀσημοκαβαλλάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοκαβαλλάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσημοκαβαλλάρις ὀ, Α. Ρουμελ. (Καρ.) Χίος ἀσ-σημοκαβαλλάρις Χίος (Ὄλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ καβαλλάρις.

Σημασιολογία

Ἱππεὺς ὡπλισμένος μὲ ὅπλα ἀργυρᾶ ἢ δι᾽ ἀργύρου κοσμημένα ἢ καὶ ὁ ἱππεύων ἵππον φέροντα ἀργυροῦν ἐφίππιον καὶ ἀργυροῦν χαλινὸν ἔνθ᾽ ἀν. : ᾎσμ. Ἅγιˬε μου Γεˬώργι ἀφέντη μου, ἀσημοκαβαλλάρι, ἀρματωμένος μὲ σπαθὶ καὶ μ᾽ ἀργυρὸ κοντάρι Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/