γίναμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γίναμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γίναμα τό, Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Κάμπος Λακων. Λάγ. Μάν.) γέναμα Πελοπν. (Θουρ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ Λεῦκτρ. Μεσσήν. Ξήροκ. Οἰν. Σαηδὸν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀορ. ἔγινα τοῦ ρ. γίνομαι. Ὁ τύπ. γέναμα ἐκ τοῦ γένομαι, τὐπ. τοῦ γίνομαι.

Σημασιολογία

Μονὰς μετρήσεως βάρους, συνήθως ἐλαιοκάρπου, ἰσοδυναμοῦσα μὲ τριακοσίας ὀκάδας ἔνθ’ ἀν.: Ἔκανα δέκα γεναματα ἐλιˬὲς Κάμπος Λακων. Πόσα γενάματα ἐλιˬὲς ἔκαμες φέτο; Μεσσήν. Τὸ γέναμα ἔβγαζε ἑξῆdα ὀκᾶδες λάδι Καρδαμ. Εἶναι νοικοκύρης, κάνει πενῆντα γενάματα λάδι Λεῦκτρ. Μάζεψα τέσσερα γενάματα ἐλιˬὲς σήμερα Θουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/