γιναμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιναμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιναμώνω Πελοπν. (Δαιμον. Μάν Συκέα Λακων.) ιναμώνω Κορσ. ἀγιναμώνω Κύθήρ. γεναμώνω Πελοπν. (Συκέα Λακων. κ.ἀ.) Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀορ. ἔγινα τοῦ ρ. γίνομαι κατ’ ἀναλογ. πρὸς τὸ ρ. δυναμώνω.

Σημασιολογία

Ὡριμάζω, ἐπὶ καρπῶν ἔνθ’ ἀν.: Γενάμωσε τὸ σταφύλι Συκέα Λακων. Γινάμωσαν οἱ ἐλιὲς Δαιμον ιναμώνουν ἀργὰ τὰ σταφύλια αὶ τὰ σοῦκα Κορσ. Ἀκαλτεροῦμα νὰ ιναμώσουνε οἱ -ἐλὲς αὐτόθ. Τὰ σῦκα ἀγιναμώσανε Κύθηρ. Συνών. γίνομαι, φτάνω, ψήνω, ὡριμάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/