γαργαρήθρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαργαρήθρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαργαρήθρα ἡ, Μακεδ. κ.ἀ. γαργαλήθρα Ἀθῆν. Κύθηρ.-Λεξ. Περιδ. Βυζ. Αἰν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαργαρῶ, δι’ ὃ ἰδ. γαργαρίζω. Τὸ γαργαλήθρα κατ’ ἀνομοίωσιν.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐξόγκωμα τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδὰμ Μακεδ. κ.ἀ. 2) Ἀδὴν τοῦ λαιμοῦ καὶ κυρίως ἡ ἀμυγδαλῆ Κύθηρ.-Λεξ. Περιδ. Βυζ. Αἰν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαργαλίδι 1β. ΙΙΙ) Φυσαλὶς ὕδατος Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/