γινατεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινατεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γινατεύω, ἰνατεύω ἐνιαχ. ἰνατεύου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἰνατεύγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ. ’νατεύω Πελοπν (Μάν.) γίνατεύω ἐνιαχ. γινατεύγω Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ’νατεύω Λευκ (Φτερν. κ.ἀ.) γινατεύγου Μ. Ἀσία (Κυδων.) γενατεύω Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Μετοχ. γινατεμένος Λεξ. Δημητρ. ᾿νατεμένος Λευκ. (Φτερν. κ.ἀ.) ᾿νατιμένους Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ του οὐσ. γινατι, παρὰ το ὁπ. καὶ ἰνάτι, ἐνάτι, νάτι.

Σημασιολογία

1) Ἐναντιούμενος διὰ λόγων ἢ ἔργων εἰς τὴν ἐπιθυμίαν ἣ τὴν προσταγήν τινος ἀναγκάζω αὐτὸν νὰ ἐπιμείνῃ πεισμόνως εἰς αὐτὴν ἐνιαχ.: Μὴ μὲ γινατεύῃς ἐμένα, καὶ δὲ θὰ περάσῃ τὸ δικό σου Ἀθῆν. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ., ἐμμένω μετὰ πείσματος εἰς τὰς ἀπόψεις μου, ὀργίζομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Γινάτεψα σήμιˬρα μ’ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ κάν’ ὁ πρόεδρος Προπ. (Ἀρτάκ) Μὴ μοῦ ’ινατεύγῃς ἐμένα, ᾽ιˬατὶ θὰ σὲ πιˬάσω νὰ σὲ θεάσω (= νὰ σὲ δείρω ἀγρίως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἰνάτιψι καὶ δὲ μᾶς κρέ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὲ ’φτοῦνα ποὺ μ’ εἶπες, ἐνατεύτηκα καὶ δὲ θὰ ζὲ δώκου δανεικὰ Πελοπν. (Μάν) Γινατεύ’κε καὶ ἀρχίνησε νὰ φοβερίζῃ τὶς γυναῖκες Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Γενάτεψε κ’ ἐπέταξε τὸ σκοινὶ Ὀθων. Εἶνι ᾽νατιμέ’ συναμιταξύ τ᾿ς κὶ μὶ τοὺ παραμ’κρὸ κριαρών’ντι (= συμπλέκονται) Σάμ Τ’ λέει ὁ Κώστας ᾽νατεμένος; Κάμε καλὰ Λευκ. (Φτερν.) Συνών. γινατώνω, πεισμῶνω, τσαντίζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/