ἀσημοκάντηλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοκάντηλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημοκάντηλο τό, Ἀμοργ. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Καστρ. Οἰν. κ.ἀ.) -Λεξ. Πρω. ἀσημοκάdηλο Θήρ. Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ καντήλι.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν κανδήλιον ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Πῆραν ἀσημοκάντηλα καὶ τὲς χρυσὲς εἰκόνες Ἀρκαδ. Τ᾽ ἀσημοκάντηλο ἔσβησε, τὸ σπίτι δὲ φωτάει (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. Νά ᾽μουν ἀσημοκάdηλο, νά ᾽μουν γεμᾶτο λᾴδι, νὰ σοῦ ᾽φεgα, πουλλάκι μου, κάτω ᾽ς τὸ μαῦρον ᾍδη (ἐκ μοιρολ.) Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/