γινάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γινάτι, τό, ’ινάτι πολλαχ. καὶ Ποντ. Τσακων. (Χαβουτσ.) ᾽ινάτιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ινάτ’ Θεσσ. Λέσβ. Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ κ.ἀ.) ᾽νάτ’ Λέσβ. ἐνάτι Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ξηροκ. Πάν. κ.ἀ.) νεάτι Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) νιˬάτι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) νάιˬτι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) ’ινάκι Τσακων. ἱνατὸ Σύμ. γινάτι κοιν. γινάτιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ’νάτι Λευκ. (Φτερν. κ.ἀ.) γινάτ’ Μακεδ. (Καστορ. Μεσολακκ.) ᾿νάτ’ βόρ. ἰδιώμ. γινάτ-ι Ρόδ. (Βάτ.) γενάτι Βιθυν. (Μουδαν.) Ἐρεικ. Ἤπ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κέως Κύθν. (Δρυοπ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Μύκ. Ὀθων. Πάρ. Παξ. Σίφν. Σῦρ. γιˬανάτ’ Μακεδ. (Σέρρ.) δινάτι Ἰκαρ. Κῶς Χίος (Ἐγρηγόρ. Πυργ. κ.ἀ.) δινάτιν Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) δ᾽νάτ᾽ Ἴμβρ. Πληθ. ᾿ινάθιˬα Α. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ινάδιˬα Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. inat = πεῖσμα. Ὁ τύπ. δινάτι κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ δυνατός, πρὸς τὸ οὐδ. τοῦ ὁπ. μετεσχηματίσθη καὶ ὁ τύπ. δινατό. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Πεῖσμα, ἰσχυρογνωμοσὐνη, ἐπιμονἡ κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.) Τσακων (Χαβουτσ. κ.ἀ.) Ἔχει μεγάλο γινάτι. Δὲν τοῦ περνᾷ τὸ γινάτι. Μωρὲ μπράβο, γινάτι ποὺ τό ’χει! Ἄς εἶναι καλὰ τὸ γινάτι σου! Κάνει γινάτιˬα κοιν. Τὸ γινάτι σου μπορεῖ νὰ σκάσῃ μουλάρι Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Δὲ θὰ περάσῃ τὸ ἰνάτι σου (δὲν θὰ γίνῃ αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον ἐπιμένεις) Πελοπν. (Πιάν.) Ἔχει ἰνάτι καὶ ποτέ του δὲ gάνει ὅ,τι τοῦ λένε, μόνο ὅ,τι κόψῃ ἡ κεφαλή dου Κρήτ. (Μαλάκ.) Τοὺν ἔπιασι τοὺ ἰνάτ’ κὶ τὰ ’κανι τὰ ἄνου-κάτ’ Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) Ἔχει μουλαρήσιˬο γινάτι Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Μὶ τοὺ ᾽νάτι τ᾽ μπουρεῖ κὶ γάιδαρου νὰ σκά’ Λευκ. (Φτερν.) Ἤκανέ dωνε ἰνάθιˬα τὸ μουλάρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀντὶς νὰ λὲς σαχλαμάρες καὶ νὰ κάνῃς γινάτιˬα, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω Ἰων. (Σμύρν.) || Φρ. Μὲ πιˬάνει τὸ - τὸ βάζω γινάτι (πεισμώνω, ἐπιμένω πεισμόνως) κοιν. Τὸ πάτησε ’ς τὸ ἰνάτι (ἐπέμεινε) Κρήτ. Βρέ’ σὰ μὶ γινάτ’ (συνεχῶς, ἀδιαλείπτως) Μακεδ. (Βόιον) ’Σ τὸ ἰνατὸ dό ᾽βαλε Σύμ. Ἔβαλέν το γινάτ-ι (ἐπιμένει πολὺ) Ρόδ. Βαλέτσ’ τὸ ἰνάτι σ’ (ἔβαλε τὸ γινάτι του) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Παροιμ. Τὸ γινάτι βγάζει μάτι (τὸ παράλογον πεῖσμα γίνεται πρόξενος κακοῦ) σύνηθ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ || ᾌσμ. Γε͜ιά σου, Βιλούχι μου ψηλὸ μὶ τὰ ψηλὰ σ᾿ ἰλάτιˬα, ποὺ bόρις δὲ σὶ σκιˬάζουνι σπίτι βουρρᾶ ἰνάτιˬα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Κιˬ αὐτὸς γινάτι τό ’βαλε κι οὕλους τοὺς ξεδιˬαλέει Στερελλ. (Ἀστακ.) Ἄς ’τα τώρα τὰ γινάτιˬα | κ’ ἔλα φί᾿σι μι ’ς τὰ μάτιˬα Ἤπ. Γαμπρέ, θαρρῶ πὼς τό ᾽καμες ἐπίτηδες δινάτιν τ’ ἐπῆρες μνιˬὰγ- γαριφαλ-λιˬὰ γαρίφαλ-λα γεμάτην Χίος Ἄχ, πῶς μοῦ τὸ ἠλέγανε κ’ ἐγὼ ᾽κανα ἰνάτι πὼς εἶχ’ ἀγάπη ψεύτικη κ᾽ ἐποκαμάρωνά τη Κρήτ. Παντρεύουν τὴν ἀγάπη μου, | τὸ κάνουν γιˬὰ γινάτι μου Στερελλ. (Δελφ.) Μὴ μὲ δέρνῃς, μάννα, μὲ τ᾿ ἀδράχτι σου κ’ ἐγὼ θὰ τὄνε πάρω ’ς τὸ γενάτι σου Βιθυν (Μουδαν.) Δκυˬὸ χρόνους κάμνω ᾿δαχαμαὶ τζαὶ βάλ-λω τὸ γινάτιν ἔν-νὰ σοῦ πάρω τὸ φιλὶν τζ’ ἔν-νὰ σὲ κάμ’ ἀγάπην Κύπρ. 2) Ὀργή, κακία, μνησικακία κοιν.: Μιλάει μὲ γινάτι γιˬὰ τὸν ἄντρα της σύνηθ. Δέρ’ τὰ πιδιˬὰ μὶ ’νάτ’ (ἑνν. ὁ δάσκαλος) βόρ. ἰδιώμ. Βγῆκι κ᾽ ἔκλεισ’ τ᾿ bόρτα μὶ ᾿νάτ᾿ Β. Εὔβ. κ.ἀ. Νὰ σὶ φ’λάξ’ οὐ Θιὸς ἀποὺ τοὺ γ᾽νάτι τ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Δὲν κρατάου καμνιˬανοῦ ἱνάτ’ ἱγὼ Στερελλ. (Ἀχυρ.) ’Σ τὸ σπίτι εἶναι κλεισμένη ἀπὸ τὸ ἰνάτι της Ἤπ. (Δίβρ.) Τοὺν ἔμασαν τὰ ἰνάτιˬα κὶ τ᾽ φώναξι ὅσα παίρ’ ἡ σκούπα (ἐξωργίσθη καὶ τοῦ ἔψαλε τὸν ἀναβαλλόμενο) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μ᾽ ἤφερε τὸ ᾽νάτι καὶ τὸν ἔδειρα Λευκ. Δὲ μπορέσαμε νὰ πᾶμε νὰ dοὺς βοηθήσουμε ’ς τὸ θέρο, καὶ μᾶς βαστᾶνε ἰνάτι Πελοπν. (Βερεστ.) || Φρ. Τὸν ἔχω - τοῦ βαστῶ - τοῦ κρατῶ γινάτι (εἶμαι ὠργισμένος) κοιν. Μ’ ἔρχιτι γινάτ’ Μακεδ. (Βόιον). Βγάζω τὸ γινάτι μου (ἐκδικοῦμαι κάποιον) Νάξ. || Γνωμ. Τὸ γινάτ’ πὄ’ς τὸ βράδυ, νὰ τὸ φ’λᾷς γιὰ τὸ πουρνὸ (νὰ μὴ ἐνεργᾖς ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ θυμοῦ, διότι θὰ ζημιωθᾖς) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μὲ τὴν ψυχὴ βγαίνει καὶ τὸ ἰνάτι (ἡ κακία συνοδεύει τὸν κακὸν ἄνθρωπον μέχρι τοῦ τέλους τῆς ζωῆς του) Κρήτ. (Μόδ.) || ᾎσμ. Ὅγο͜ιος μᾶς ἔχει ἰνάτι, | ἄς τοῦ βγῇ τὸ μάτι (οἱ ἐχθρικὥς πρὸς ἡμᾶς διακείμενοι ἄς εὕρουν τὴν δέουσαν τιμωρίαν) Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/