ἀσημοκεντημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοκεντημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσημοκεντημένος ἐπίθ. Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. ἀσημοκεντισμένος Κ. Παλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 36 Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 2, 37.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ κεντημένος μετοχ. τοῦ ρ. κεντῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ δι᾽ ἀργυροῦ νήματος κεντημένος Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ: ᾎσμ. Σάπησαν τὰ γελέκιˬα του τ᾽ ἀσημοκεντημένα Ἤπ 2) Ὁ φέρων ἀργυρᾶ ποικίλματα Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Κ. Κρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἄν.: Ποιήμ. ᾽Σ τὸν τοῖχο καριφίλι στέκει κρεμαστό, ἀσημοκεντισμένο… Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Γιˬα μάστε τούφα ἀμάραντο, μάστε χερεˬὲς ἀρείκη κιˬ ἀγιˬόκλημα καὶ σφελαχτό, πιˬάστε τὸν πρῶτο δάσο καὶ δέστε του᾽ς τὰ κέρατα τ᾽ ἀσημοκεντισμένα (δάσος = μέγας κριὸς) Κ. Κρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA