γινατλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γινατλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γινατλίκι τό, ἐνιαχ. γινατλί’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γινάτι καὶ τῆς τουρκικῆς προελεύσεως παραγωγ. καταλ -λίκι.

Σημασιολογία

Γινάτι 1, τὸ ὁπ. βλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/