γαργαρομιλοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαργαρομιλοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαργαρομιλοῦσα ἡ, ἐπίθ. θηλ. Μακεδ. (Φλόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γαργαρομιλῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. γαργαρολαιμοῦσα.
Σημασιολογία
Ἡ ἔχουσα μεταλλικὴν καὶ καθαρὰν φωνήν: ᾎσμ. Γει͜ά σου, νεραντζομάγουλη καὶ γαργαρομιλοῦσα, κατέβα κάτω κιˬ ἄνοιξε τοὶς μαρμαρένιˬες πόρτες, σοῦ φέρνω χαιρετίσματα ἀπὸ τὸ μπράτιμό σου, λουλούδιˬασαν οἱ κλειδωνιˬές, χορτάριˬασαν οἱ στράτες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA