ἀσημοκέρατο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοκέρατο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημοκέρατο τό, ἀμάρτ. ἀσημουκέρατου Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ κέρατο.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν κέρας: ᾎσμ. Πῆραν τοὺ στριφουκάλιου μὶ τὶς χρυσὲς τὶς φοῦντες κὶ μὶ τ᾽ ἀσημουκέρατα (στριφουκάλιου = στεῖρον πρόβατον ἰδιάζοντος χρώματος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/