γινίσκομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γινίσκομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γινίσκομαι Κύπρ. γενίσκομαι Κύπρ. γινίσκουμαι Κύπρ. γενίσκουμαι Καππ. (Φερτ.) ’ενίσκομαι Καππ. (Σίλ.) ’ενίκομαι Καππ. ’νισκομαι Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. ’νίκομαι Καππ. (Ἀραβάν. Φλογ κ.ἀ.) ’νίσκουμαι Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλ Φερτ.) ’νίσκουμαι Καππ. (Ἀραβάν.) ’νί'gομαι Καππ. (Οὐλαγ.) ’ινέτουμαι Πόντ. (Ἰνέπ.) γινίσκω Κύπρ. Πάρ Παρατ. ἐγινίσκουμουν Κύπρ. ἐγενίσκουμουν Πόντ. (Οἰν.) ’ενίσκουμου Καππ. (Σίλ) ’νίκουμουν Καππ. (Ἀραβάν.) ᾿νισκότομαι Καππ. (Σιλ Φερτ.) ᾿νικότουμαι Καππ. (Φλογ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γινίσκομαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Δουκ. ἐν λ. γινίσκεσθαι. Πβ. Γ. Χαρζιδ., ΜΝΕ 1, 299 κἑξ. Πβ. καὶ Μαχαιρ (ἔκδ. R. Dawkins) 1, 2: «τὰ πάντα διαβαίνουν καὶ τὰ γινίσκονται ᾽ξηγοὗνται». 1, 46: «θωρῶντα ἡ ρήγαινα ὅτι δὲν ὠφελᾷ... παρὰ σκάνταλον ἐγινίσκετον». Οἱ λοιποὶ χρόνοι, πλὴν τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ., σχηματίζονται ἐκ τοῦ ρ. γίνομαι. Καὶ ὁ τύπ. γενίσκομαι ἤδη Βυζαντ. Ὁ τύπ. ’ινέτσουμαι πιθαν. κατ᾿ ἀντιμετάθ ἐκ τοῦ *’ενίσκουμαι > ’ενίσκομαι. Πολλάκις ὁ ἀόρ. κατὰ τὸ γίνομαι.
Σημασιολογία
Α) Ἄνευ κατηγ., εἴς τινας τῶν βασικῶν σημασιῶν τοῦ γίνομαι: 1) Γίνομαι Α1, τὸ ὁπ. βλ., Καππ. (Σίλ) : Κλέφτης ᾽ενίσκιτι (ὁ κλέπτης γίνεται, γεννᾶται). 2) Γίνομαι Α3, τὸ ὁπ. βλ., Καππ. (Φλογ.): Τὰ πουλλιˬὰ’ νίκονται (τὰ πουλλιὰ μεγαλώνουν). 3) Γίνομαι Α4, τὸ ὁπ. βλ., Καππ. (Φλογ.): Παίρουν κ᾿ ἐτὸ ᾽νίκουνται τρία. 4) Γίνομαι Α5, τὸ ὅτι:. βλ., Καππ. (Φλογ.): ᾽Νίκεται σὸ Πρεκὀπ’ παναΰρ’. Μέγα γιˬορτὴ ’νίκεται πᾶν χρόνος (μεγάλη ἑορτὴ γίνεται κάθε χρόνο). Β) Μετὰ κατηγ., γίνομαι Β1 Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ. Σινασσ Φλογ. κ.ἀ.) Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ. 2,55: Τὰ φαχα μας ᾿νικόνται τοπᾶν’ (τὰ παιδιά μας γίνονται βοσκοὶ) Φλογ. Ἄκουσεν ὅμως ὁ βασιλιὰς ᾿ποξω ’πόξω γιˬὰ τὴν ὄρνιθα τῆς γειτόνισσάς του ποὺ ἐγινίσκετουν κοπέλ-λα (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Γινίσκεται ταὶ τείνη ἕνα τάσιμ- μ᾿ ἕναν ἅλυσον χοντρὸν τ’ ἔμπηκεχ- χαμαὶ (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ἐγὼ σκαλὶ ’νίσκομαι (ἐκ παραμυθ.) Σινασσ. Πατιαχος ’νικεται ἕνα dαχτσύλ’ (ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴ ντροπὴ του ζάρωσε. ἐκ παραμυθ.) Ἀραβάν. Εἴμαστιμμάοι ταὶ γινισκούμαστιφ-φιρκὰ (εἴμαστε μάγοι καὶ γινόμαστε θεριά ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. || Φρ. Ἐνίσκουμαι καλὰ (ἀναρρωννύω ἐκ νόσου) Σίλ. Ἐκεῖ ᾽νίκεται ἕνα μὲ τὸ χαμαμτζῆ (ἐκεῖ γίνεται, συνεννοεῖται πλήρως, συμφωνεῖ ἀπολύτως μὲ τὸν ὑπάλληλον τοῦ λουτροῦ· ἐκ παραμυθ.) Ἀραβάν. || ᾎσμ. Μπούκ-κωμα τρώεις χατζαρκάν, τὸ δείλις ἁλυσίδιν ταὶ ὥς τὰ ’λιˬοβουτ-τήματα γινίσκεσαι παιχνίδιν (λέγει ὁ ἅγιος Γεώργιος εἰς τὸν δράκοντα, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσε) Κύπρ. || Ποίημ. Π ’ ἀγάπην ἡ καρτκιˬα’ μου ἔν’ γεμάτη ταὶ λε͜ιῶ τσαὶ στάσ-σω σγιˬὰν τερὶν γιˬὰ σέναν. Σγιˬὰν εἶμ’ ἀνύπαντρος, ταὶ σοὺ κηράτη, ’ὲν γινισκούμαστιν τ’ οἱ δκυˬό μας ἕναν; Δ. Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν 8, 120. Γινίσκουνται ὀρκὴ Θεοῦ ταὶ πλάσκουνται ὀμπρός σου πλάσκουνται = παρουσιάζονται) Δ. Λιπέρτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2,55. Γ) Ἀπροσ. 1) Γίνομαι Γ1, τὸ ὁπ. βλ. Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φλογ.): Βασιλιˬὸς εἶπεν νίκεται (ὁ βασιλιὰς εἶπεν ὅτι γίνεται αὐτὸ) Φλογ. Στατέτε μιˬά, ἐροῦ σὸ ζιαφέτ’ ἑτὸ dὲν ’νίκεται (σταθῆτε πρῶτα, ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι αὐτὸ δὲν γίνεται· ἐκ παραμυθ.) Ἀραβάν. Δαρὰ τί’ νίκεται; (τώρα τί ποιητέον;) αὐτόθ. 2) Μἐ ἐνδιαφέρει τι, ἀσχολοῦμαι εἴς τι Καππ.: ᾎσμ. Κόρη, τὸ τι μᾶς νικεται, κ’ εμεῖς νὰ τόνε κλαῖμε;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA