γινοβελέντζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γινοβελέντζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γινοβελέντζα ἡ, ἁμάρτ. γινουβέλεντζα Στερελλ. (Ἀράχ.) γινουβιλέτζα Στερελλ. (Γαλαξ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ρ. γίνομαι καὶ τοῦ οὐσ. βελέντζα.
Σημασιολογία
Κλινοσκέπασμα ἐξ ἐρίου προβάτου ὑποστάν τὴν ἐν τῇ «νεροτριβῇ» ἐπεξεργασίαν πρὸς πύκνωσιν τῆς ὑφάνσεως μετὰ τὴν ἐξαγωγὴν του ἐκ τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, ὅθεν τὸ «γινωμένο», τὸ ἕτοιμον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA