γίνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γίνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γίνομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) γίνουμαι Αἴγιν. Ἤπ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Κόκκιν Μεσσ. Παππούλ. Πυλ κ.ἀ.) Πόντ. (Σταυρ.) γίνουμι βόρ. ἰδιωμ. γίνομ’ Στερελλ. (Δεσφ. κ.ἀ.) γίνουμ’ Σαμοθρ. ’ίνομαι Κάλυμν. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ Φιλότ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κοτύωρ. Ὄφ. κ.ἀ.) Σύμ. ’ίνουμαι Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Σταυρ Χαλδ. κ.ἀ.) νίουμαι Καππ. γένομαι πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) γένουμαι Ζάκ Πελοπν. (Κόκκιν. Λάστ. Παππούλ. κ.ἀ.) Ρόδ gένομαι Ἀπουλ γένουμι βόρ. ἰδιώμ. ᾿ενομαι Θρᾴκ. (Καλλίπ. Σύμ. κ.ἀ.) ’ένουμι Α. Ρουμελ. (Φιλιπποὐπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανοόπ. Ὀρτάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Κοζ. Πελεκᾶν. Σιάτ. κ.ἀ.) Σύμ. γένουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) γινούμενερ ἔνι Τσακων. γινόμ’νε ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) νιγότομαι Καππ. (Ἀνακ. Φερτ.) Παρατ. ἐγίνουμ’νε Μύκ. Πόντ. (Ἀργυρόπ. κ.ἀ.) ἐγενόμουνα Ζάκ. γένουμαν Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) ἐνεχόμουν Καππ. (Μισθ.) ἐνεχὀταμαι Καππ. (Μισθ.) ἐνεχότουμαι Καππ. (Μισθ.) γ΄ πρόσ. νιόταν Καππ. (Μισθ.) νιότον Καππ. (Μισθ.) νιότουν Καππ. (Μισθ.) Ἀόρ ἐγένομουν Κύπρ. ἐγένουμουν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ κ.ἀ.) ἐγένουμουν Πόντ. (Οἰν.) ἐγένουμουνε Πόντ. (Σαράχ) ἐγένουμ’νε Πόντ. (Οἰν.) ἐένουμουν Πόντ. (Χαλδ.) ᾽ένουμ’νε Πόντ. ἐνάμα Τσακων. ’νάμα Τσακων. (Χαβουτσ.) ἐγενάστηνα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐγέτ-τιμο Ἀπουλ (Καλημ.) γέντησα Ἀπουλ. (Καλὴμ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐγένησα Πόντ. (Οἰν.) ἐγένουσα Πόντ. (Οἰν. ’ένουσα (Ἄμισ.) ἐγένηκα Ἰων. (Φώκ.) Κρήτ. (Ἡράκλ. κ.ἀ.) Κύπρ. Νάξ. (Δαμαρ.) Χίος ἐζένηκα Ἀστυπ. γένηκα πολλαχ. γέ’κα βόρ. ἰδιώμ. ’ένηκα Θρᾴκ. (Κομοτ. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) ἐν’κα Προπ. (Μαρμαρ.) ἠγένηκα Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν) Λυκ. (Λιβύσσ.) ἠγέ’κα Πάρ (Λεῦκ.) ἠένηκα Νάξ. (Φιλότ.) ἠένηκα Κάλυμν. ἐγίνηκα πολλαχ. ἐγί’κα Ἤπ. (Ζαγόρ.) γίνηκα σύνηθ. ἐΐνηκα Κύπρ. Μεγίστ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Σκαδ.) Σύμ. κ.ἀ. γί’κα βόρ. ἰδιώμ. γί’gα Ἤπ. (Μελιγγ. Σαμαν. Σούλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Λέσβ Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Βελβ κ.ἀ.) ᾿ίνηκα Μακεδ. (Ἄσσηρ. κ.ἀ.) ᾿ί’κα Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ.) ’ίγκα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καραγ. Ὀρτάκ.) Μακεδ. (Βόιον) ἔγινα κοιν. ἔγενα Ἤπ. (Μαζαρακ.) ἔινα Καππ. (Ἀνακ.) Προπ. (Μαρμαρ.) γένα Καππ. (Ἀξ. Μαλακ. Τελμ. Φλογ.) ’ένα Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φερτ. Ὑποτ. γένω πολλαχ. ’ένω Ἤπ. (Ἰωάνν. Μελιγγ.) Κάσ. Πόντ. Προπ. (Μαρμαρ.) γενῶ πολλαχ. καὶ Καππ. (Φλογ.) ’ενῶ Κάσ. Νάξ. (Δαμαρ. κ.ἀ.) γίνω κοιν. ᾿ίνω Κάσ. γινῶ κοιν. ᾿ινῶ Καππ. (Φλογ.) Κύπρ. γετ-τῶ Ἀπουλ (Καλημ.) Προστ. γένου Μακεδ. (Καστορ.) γένι Θεσσ. γέναστα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ’ένε Καππ. (Ἀραβάν.) γίνου πολλαχ. ᾿ίνου Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπὐρανθ. κ.ἀ.) γίνουν Πόντ. (Ἀργυρόπ. Σούρμ. Τραπ. κ.ἀ.) γίνε σύνηθ. γίνι βόρ. ἰδιώμ. γίν’ Σαμοθρ. Πόντ. (Ὄφ). ’ίνε Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Ἀπαρ. γενῆναι Πόντ. (Τραπ.) γινῆναι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γινάναι Πόντ. (Ἴμερ.) Μετοχ. γενόμενος Ἰων. (Κρήν) Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) Σύμ ’ενόμενος Χίος (Πυργ. κ.ἀ.) γενουμένος Θρᾴκ. (Σκοπ. κ.ἀ.) Πόντ. Προπ. (Ἀρτάκ.) Σύμ.-Χ. Χρηστοβασ., Διαγων., 29 γενέμενος Πόντ. γενόμενος Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) γινόμενος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) γινόμενος Ἤπ. Πόντ. (Κερασ.) Χίος (Καρδάμ.) γινούμενε Τσακων. ’ινούμενους Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) γε’μένους Μακεδ. (Καστορ.) γενημένου Καππ. (Μισθ.) γενωμένος πολλαχ. γενωμένο Ἀπουλ. γενουμένος Εὔβ. (Βρύσ.) γενουμένους Θεσσ. (Τρίκερ) γεναμένος Κρήτ. Πελοπν. (Κάμπος. Λάκων.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) -Δ. Σολωμ., 186 γεναμένο Καλαβρ. (Μπόβ.) gεναμένο Καλαβρ. (Μπόβ.) γινωμένος κοιν. γινουμένους βόρ. ἰδιώμ. γιν’μένους Σάμ γιναμένος Πελοπν. (Οἴτυλ) γιανωμένο Ἀπουλ γιˬαναμένος Ζάκ.-Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4,528.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. γίνομαι παρὰ τὸ γίγνομαι. Κατὰ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,133, οἱ διττῶς τονιζόμενοι τύπ. τῆς ὑποτ. ἀορ. γένω - γενῶ, γίνω - γινῶ ὀφείλονται εἰς τὴν παράλληλον καταγωγὴν των, ἐκ τοῦ παθ. ἐγίνην - ἐγίνηκα, ἀφ᾿ ἑνός, καὶ τοῦ ἐνεργ ἕγενα, ἀφ’ ἑτέρου, ὅπερ μετὰτοῦ γίνομαι ἔδωκε τὸ ἔγινα-ἐγίνην. Ἐκ τοῦ τύπ. ἐγίνηκα προέκυψεν ὁ περισπ τύπ. γινῶ καὶ ἐκ τοῦ ἔγενα ὁ βαρύτ. γένω, ἐκ δὲ τοῦ ἔγινα ὁ βαρὐτ. γίνω. Ἐκ συμφύρσεως τούτων ὁ τύπ. γενῶ. Οἱ ἀρχόμενοι ἀπὸ τοῦ γε - τύπ. ἐσχηματίσθησαν καὶ κατὰ τὸ συγγενὲς γεννῶ, καὶ δὴ ὁ ἀόρ. ἐγένησα καὶ ἐγένηκα, ἡ μετοχ. γεν’μένους κ.τ.τ. Πβ. καὶ τὸν ἤδη ἀρχ. παθ. ἀόρ ἐγενήθην. Κατά Α. Τζάρτζαν, Θεσσαλ. διαλ., 25, ὁ τύπ. γένομαι πιθαν. κατ’ ἀναλογίαν καὶ πρὸς τὴν ὑποτ. γένω καὶ προστ. γένου, ἂν δὲν ἐσχηματίσθη κατ᾽ ἄλλα νύληκτα ρήματα ἀπαντῶντα διττῶς: κρίνω - κρένω, πλύνω - πλένω, ἀρτύνω - ἄρτένω - ἀρτένομαι, στήνω - στένω κ.τ.τ. Οἱ τύπ. γένομαι ἐγένουμουν, ἐγένηκα καὶ ἔγινα, γενῶ, γένου καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ νιγότομαι πιθαν. δι᾿ ἀντιμεταθ. ἐκ τοῦ ἀμαρτ. τύπ. γινότομαι. Περὶ τῶν εἰς -άμενος καὶ -ούμενος μετοχῶν βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,13 κἑξ. καὶ τὸν αὐτὸν εἰς Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Πανεπ. Θεσσαλὸν. 1 (1927), 9. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. γινωμένος, ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἔγινα, πβ. ἐπῆγα-θὰ πάω-παωμένος κ.τ.τ. εἰς Γ. Χατζιδ., αὐτόθ.
Σημασιολογία
Α) Ἄνευ κατηγ. 1) Λαμβάνω ὑπόστασιν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, γεννῶμαι σύνῆθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μισθ.) Πόντ. (Ὄφ.): Ἄν γίνῃ ἀγώρι, θὰ τὸ βγάλῃ τοῦ πατέρα του (...θὰ τοῦ δώσῃ τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του) σύνηθ. Τί ἔγινε; ἀγώρι ἢ κορίτσι; σύνηθ. Ἔκαμε πολλὰ παιδιˬά, ἀλλὰ μόλις γένονταν, σὲ λίγο πέθαιναν Στερελλ. (Κεφαλόβρ.) Δὲ γένιταν τοῖ᾽ πιδὶ κὶ τὸ ’βγαλι ἡ μαμμὴ Στερελλ. (Αἰτωλ) Γί’κι καλὰ τοὺ πιδί Γί’κι ζουντανὸ - πιθαμένου τοὺ πιδὶ αὐτόθ. Ἦρτε καὶ ἐγενάστη ἄθρωπο Καλαβρ. (Μπόβ.) || Φρ. Ἀσ’ σὸν κόλο ἐγέν’τονε (ἐκ τοῦ ἀφεδρῶνος ἐγεννήθη· ἐπὶ τῶν ἐναντιουμένων εἰς τοὺς ἄλλους ἢ πραττόντων τὰ ἐναντία τοῦ πρέποντος) Ὄφ. || Γνωμ. Ὁ ἔρημος, ὁ μοναχός, ὁ ὀρφανὸς κιˬ ὁ ξένος κάλλιˬα νὰ μὴ γενόdανε ᾿ς τὸ gόσμο ὁ καημένος Ἴος. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Ἡσιόδ., Ἔργα, 175: «ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι». 2) Ἐπί ἀψύχων, ἰδία φυτῶν, ἀναπτύσσομαι, παρὰγομαι, εὐδοκιμῶ κοιν.: Δὲν ἔγινε πολὺ σιτάρι ἐφέτος. ’Σ αὐτὸ τ’ ἀμπέλι γίνονται γλυκὰ σταφύλια. ’Σ αὐτὸν τὸν τόπο δὲ γίνεται τίποτα, οὔτε σιτάρι οὔτε κριθάρι. Καλὸ κρασὶ γίνεται - καλὴ ρετσίνα γίνεται ’ς τὰ Μεσόγεια κοιν. Τώρα δὲ γένεται τίποτα ’ς τὰ χωράφιˬα μας Ἤπ. (Δρόπολ.) Γένοdαι καλὲς οἱ ἐλιˬὲς Πελοπν. (Λεῦκτρ) Ἀκεῖ εἶναι οὕλο βαρκότοπος καὶ δὲ γένουdαι τὰ σ᾽τάριˬα Ἤπ. (Πέρδικ.) Ἐΐνηκι dὸ κλῆμα, ἐΐνηκε τ’ ἀbέλι καὶ ᾽ίνεται τὸ κρασὶ καὶ τὸ πίνομε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ σφουγγάρι γένεται πάνω σὲ πέτρα καὶ σὲ φύκιο Θεσσ. (Τρίκερ) Δὲν γί’καν τὰ γένιˬα τ’ ἀκόμα Στερελλ. (Αἰτωλ) Πᾶνε ᾿ς τὸ βασιλιˬὰ τσαὶ τοῦ εἴπανε πὼς γένη πίσου τὸ τσυπαρίσσι (γένη πίσου = ἀνεφύη) Εὔβ. (Βρύσ.) Τώρα. καινούργιος ἀθ-θὸς θὰ γένῃ Κίμωλ. Πβ. ἀρχ., Ξενοφ. Ἀπομν.,.. «ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος». Γινόdαι τ᾽ ἀbέλιˬα Τῆν. Γένουντι τὰ καπνὰ ἰδῶ, ἀλλὰ δὲν ἔχουμι χουράφιˬα πουλλὰ Μακεδ. (Καστορ) Μόνε νὰ τὰ διατηρῇς τὰ λάχανα, γένουdαι (ἐὰν ἁπλῶς τὰ συντηρῆς...) Σέριφ. Τὸ βοῦρλο γένεται σὲ βαρκὰ μέρη Ἤπ. (Πωγών.) Εἴχαμαν ᾿ς τὸ bαξέ μας δυˬὸ λεμονὲς γινωμένες (= ηὐξημἐνας, ἀνεπτυγμἐνας πολύ) Ἤπ. (Πάργ.) || Παροιμ. Μόνο οἱ τρίχες τοῦ σπανοῦ δὲ γίνονται. Ὅλα γίνονται, μονάχα τοῦ σπανοῦ τὰ γένιˬα δὲ γίνονται κοιν. β) Καὶ ἐπὶ ἀφῃρ. ἐννοιῶν, δημιουργοῦμαι πολλαχ.: Γνωμ. Σὲ παλιˬὸ χωριˬὸ καινούργια συνήθεια δὲ γίνεται Κεφαλλ. 3) Ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, αὔξάνομαι εἰς μέγεθος, εἰς πάχος σύνῆθ. καὶ Καππ.: Δὲ θέ’ νὰ γέ’ ἡ γιδούλα μ’ κὶ νὰ φέρ’ γάλα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὰ φαγανὰ τὰ γ᾽ρούνιˬα γένουντι αὐτόθ. Χουρὶς διˬάλιμα δὲ γένιτι, κὶ θη’κὸ νά ’νι (ἐνν. τὸ γουρούνι· διˬάλιμα = διάλεγμα = εὐνουχισμὸς) αὐτόθ. Τίτα τὰ παιδιὰ τόσου ἀπ’ τρῶν, κὶ δὲ γίν’ντι (αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἂν καὶ τρώγουν τόσον πολύ, δὲν ἀναπτύσσονται) αὐτόθ. Γιˬὰ νὰ γέ’ τοὺ γ’ρού’ τὸν μουνουχᾶν αὐτόθ. Μὰ εἶναι ὁ χοῖρος ποὺ πῆρες σοϊλῆς; Λὲς καὶ νὰ ’ίνεται; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’Κειˬὸς δὲ γένεται ἀπ’ τὰ ’νούργιˬα (ἐκεἷνος δὲν παχύνεται, δὲν παίρνει ἀπάνω του, ἀπὸ τὴν πανουργία του, τὴν κακία του) Σαμοθρ || Γνωμ. Τοῦ καὸ τοῦ νομάτη ὁ υἱὸς τὰς γράφῃ, ᾽ά γινῇ (τὰς = τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου ὁ υἱὸς καὶ παρὰ τὰς ἀντιξοότητας θὰ προοδεύσῃ, θὰ ἐπιτύχῃ εἰς τῆν ζωήν του) Καππ. 4) Ἐπὶ καρπῶν, φυτῶν, ἐξανθηματων τοῦ σώματος (σπυριῶν, ἀκμῆς), ὡριμὰζω, πεπαίνομαι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἔγιναν τὰ σῦκα - τὰ πεπόνια - τ᾽ ἀχλάδια. Δὲν ἔγιναν ἀκόμα τὰ σταφύλιˬα. Θὰ γίνουν αὐτὸ τὸ μῆνα τὰ κεράσιˬα κοιν. Γινωμένα μῆλα - μούσμουλα κοιν. Γίνηκε τὸ σπυρί, θέλει ἄνοιγμα κοιν. Τὰ καρύδιˬα γενόνται τὸ Σεπτέμβρη Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τὸ λινάρι μου εἶναι γινωμένο, θὰ πάω νὰ τὸ ξεκολώσω (ξεκολώνω = ἐκριζῶ) Πελοπν. (Πραστ.) Κ᾿φώ’ τοὺ κρεμμύδ’ κὶ δὲ γένετι (κ’φώ’ = δὲν σαρκοῦται, δὲν μεστοῦται) Θεσσ. (Τρίκερ.) Τὰ σῦκα ὅντε γένουντι πουλύ, τὰ λέμε ’τάλιˬα αὐτόθ. Ἐν ἐγενήσανε ’κόμα τὰ κορόμηλα Εὔβ. (Κουρ.) Γινούκαν τ᾽ ἀπίδιˬα Κυδων. Τὰ σταφύλιˬα ἐγενήκανε ὀγλήγορα Κρήτ. (Ἡράκλ.) Δὲν ἐΐνησαν ἀκόμα τὰ καλὰ χόρτα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ λουbαρδίτιτσες ἀχλάδες γένουdαι τὸ Σετέbρη Κύθν. Ἀκόμη δὲν εἶναι γινωμένα τὰ σταφύλια καὶ εἶναι ξινὰ Κρήτ. (Μαλακ.) Γινουμένα πουπόνιˬα Κυδων. Δὲν εἶναι γενουμένα ’κόμα τὰ σῦκα- τὰ σταφύλια Εὔβ. (Βρύσ.) Γενωμένο σῦκο Πελοπν. (Καλάβρυτ). Τὰ κεράσια εἶναι γενωμένα Βιθυν. Δὲ γίν’καν ἀκόμα τὰ σταφύλια αὐτόθ. Νὰ πιˬάκω dύου μῆλα γιˬανωμένα...; Τ᾽ἀπίδιˬα γενάμενα ἕν᾽ Τραπ. Ἄλλά θὰ ἔχ’νε καρπὸν καὶ ἄλλα γενόμενα, ἄλλα μάντζα (ἀλλα μὲν ὥριμα, ἄλλα δὲ ἄωρα) αὐτόθ. || Παροιμ. Πότ’ ἠγένη ἡ κολοτσύθα; | πότ᾽ ἠμάκρυν’ ἡ ὀριˬά της; (ὅριˬά = οὐρά. ἐπὶ τῶν προώρως ἐρωτοτροπουσῶν κορασίδων) Ἴος Τὸ σῦκον τὸ σῦκον τερεῖ καὶ γίνεται (τερεἱ = τῆρεῖ, βλέπει· ὅτι διὰ τῆς μιμήσεως πολλαπλασιάζονται τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ) Πόντ. Καὶ μεταφ., καταβαλλομαι ἐκ τῆς ἡλικίας, νόσου πολλαχ.: Εἶναι γενωμένος (καχεκτικός, ὠχρός, ἐξῆντλῆμένος ἐκ τοῦ πυρετοῦ) Κρήτ. Πβ. σταφιδιˬασμένος. β) Ἐπὶ προσ. ἢ ζῴων, προάγομαι εἰς ἡλικίαν ἢ σωματικὴν τελείωσιν, ἐνῆλικιοῦμαι, ἀποκαθίσταμαι, καθίσταμαι αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, χειραφετοῦμαι Ἄνδρ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Βόιον) Πελοπν. (Βερεστ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) κ.ἀ.: Τώρα ποὺ ἔγινα κιˬ ἀποὺ τράνεψα, θὰ πάω ἐγὼ ’ς τὰ ξένα Βόιον || ᾌσμ. Ἀφόdας ἤσουν δυˬὸ χρονῶ, κ’ ἐγὼ ἤμουν τεσσάρω, ἡ μάννα σου μοῦ τό ᾽λεγε νὰ γίνῃς νὰ σὲ πάρω Ἄνδρ. ........εἶσαι μικρὸς ἀκόμα ἐγίνηκα καὶ τὴν ζητῶ, ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιˬά της Ζαγόρ. γ) Φθάνω εἰς τὸ σημεῖον ἀκμῆς, προοδεύω, τελειοῦμαι σύνηθ. και Καππ.: Ἔφτασε, ἔγινε πιˬα, δεν ἔχει ἀνάγκη κἀνένα Ἀθῆν. 5) Πραγματοποιοῦμαι, τελοῦμαι, συμβαίνω, ἀπροσ ἰδίᾳ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. Ἀμισ. Κερασ. κ.ἀ.) Τσακών. : Τί γίνεται ’ς αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ φωνάζουν, Τὰ μάθατε τί ἔγινε χτὲς ’ς τὸ γήπεδο; Τί λές, θὰ γίνῃ πόλεμος; Ἔγινε μεγάλο κακὸ ’ς τὴν ταβέρνα μὲ τοὺς μεθυσμένους. Νὰ δοῦμε τί θὰ γίνῃ! Γίνεται - ἔγινε πόλεμος - ἐπανάσταση - σεισμὸς - νεροποντὴ - θεομηνία. Εἶναι ἀργὰ πιˬά, ἔγινε ἡ ζημιˬά. Ποῦ - πότε θὰ γίνῃ ὁ γάμος; Ἀπόψε θὰ γίνῃ μέγας ἑσπερινὸς ’ς τὴ Μητροπολη Αὔριο θὰ γίνῃ παρέλαση τῶν σχολείων κοιν. Θὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ λέω - θέλω ἐγώ! (ἐπὶ αὐστηρᾶς προειδοποιήσεως) κοιν. Μί τοὺ θέ’μά σ’ γίνιτι Ἁλόνν. Ἅμα καμμιˬὰ φουρὰ γέ’ ἕνα κακουκάρδισμα, ὕστιρα, ὅ,τ’ κὶ νὰ κάμ’ κἀνένας, ὅλα εἶνι χαμένα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Οὕλα αὐτὰ εἶνι γενουμένα, δὲν εἶν᾽ ἀγένουτα Θεσσ. (Τρίκερ.) Τὸ τρύγημα (τῶν μελισσῶν) γένεται τὸν Ἀμάη Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Κατὰ τὴ bασκαλιˬὰ γίνουdαν ἕνα παναγύρ’ μεγάλο ’ς τὸ Φιλιˬάτι Ἤπ. (Δίβρ.) Τὴ Δευτέρα γίνουdον ἡ λειτουργία Ἀμοργ. Τότε γενὀτανε πάdα Σαββάτο βράδυ ὁ γάμος Κίμωλ. Μιˬὰ φορὰ ἐγινότουνε ἕνα πανηγύρι ’ς τὸν Ἅι-Παdελεήμονα Κεφαλλ. Μετὰ ἔινε ἡ πιστοχώρηση τσῆ Μικρᾶς Ἀσίας Προπ. (Μαρμαρ.) Γίν’dαν κλεψιές· τέτο͜ια πράματα γίν’dα πολλὰ αὐτόθ. Ἐκεῖ πέρασε ἕνας γέροντας καὶ τὸν ρώτησε τί εἶχε καὶ τοῦ εἶπε τί τοῦ γίνονταν (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. Τὴγ-Κεριˬακὴ πρὶν ἀπὸ τὸγ-γάμο γίνεται τὸ προικοσύφ-φωνο, γίνουdαι τὰ χαρτγιˬὰ Νίσυρ. Ἐν νά ’ναι παραπάνω ’ποὺ ίλιˬα χρόνιˬα ποὺ γίνην τοῦν τὸ πρᾶμαν Κύπρ Αὐτὰ γίνιdαν μὲ τὶς Τσέτες ἀκειμέσα Ἤπ. (Δίβρ.) Ἡ γίράκους καρτιροῦσι νὰ ἰδῇ τί θὰ ’νῇ (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Ἀτὸ ἡ δουλεία ’έν’ τον κάμποσα ἡμέρας (ἐκ παραμυθ.) Πόντ (Ἀμισ.) Ἐ θὰ ’ναθῇ ταὶ ἔγκει’ (δὲν θὰ γίνῃ καὶ ἐκεῖνο) Τσακων. Διˬαλάλησε τὸ γενούμενο ᾿ς τὸ χωριὸ Χ. Χρηστοβασ., Διαγων., 29. Ἡ γιˬατρὸς πῆρενα χαbάρ’ γιˬὰ τὰ γενούμενα Προπ. (Ἀρτάκ.) Αὐτὸ γέν’ταν ἀρκετὸν καιρὸ (ἐκ παραμυθ.) Ἁλόνν. Λαγεῖ κὶ γ-οὕλα κατ’ ’ἐνήκασι (λαλεῖ, λέγει ὅλα καθὼς ἔγιναν) Καππ. (Σινασσ.) Ἡ παντρεία ’ς σὸν τόπον ἀτ’ ’ίνοντουνε ἀραέτσ’ (ὁ γάμος εἰς τὸν τόπον του ἐγίνετο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον περίπου) Πόντ. Αὐτὰ (τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ) εἶναι γενόμενα (εἶναι γεγονότα, ἔχουν συμβῆ) Ἴος || Φρ. Γίνεται θόρυβος - φασαρία (ἐπικρατεῖ θόρυβος - φασαρία) κοιν. Γίνεται νταραβέρι - τζίρος (ὑπάρχει, πραγματοποιεῖται συναλλακτική κίνησις, ἐμπορικὴ δοσοληψία) κοιν. Τί γίνεται; Τί ἔγινε; (τί συμβαίνει; τί συνέβη;) Τί γένεται; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πέλοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Τί ἔινε; Προπ. (Μαρμαρ.) Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε (ἄς μὴ στενοχωρούμεθα διὰ τὰ γενόμενα, ἐξ αἰτίας σφάλματός τινος, διότι δὲν ὠφελεῖ· ἄς εἴμεθα προσεκτικοὶ εἰς τὸ μέλλον τοὐλάχιστον, συνών. μὲ τὴν «ὃ γέγονε, γέγονε») κοιν. Ὅ,τι γίνῃ, ἂς γίνῃ! (ἐπὶ ἀδιαφορίας διὰ τὰ συμβησόμενα. Πβ. ἀρχ. «οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ») κοιν. Ἄς γίνῃ ὅ,τι θέλει! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Τώρα, θὰ τὸ ταλιˬάρω ’γὼ ’δωδά, τσ᾽ ὅ,τι θέλει ἂς γενῇ! (ταλιˬάρω = κόπτω) Ἴος Κάτι μπορεῖ νὰ γίνῃ (εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ μέσον τι θεραπείας τῆς δυσμενοῦς καταστάσεως τῶν πραγμάτων, ὑποθέσεώς τινος) κοιν. Μπουρεῖ κά’ νὰ γένῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σκόπ. Γίνεται ἡ γνώμη - τὸ θέλημα - ἡ καρδιˬὰ - τὸ χατίρι κάποιου (ἐκτελεῖται, ἐκπληροῦται ἡ ἐπιθυμία του) κοιν. Πβ. ἐξ ἐγγρ. τοῦ 1816, ἐκ Θήρας: «καὶ νὰ γίνεται καὶ ἡ ψυχὴ τῆς αὐτῆς κερὰ-Μαριοῦ... καθὼς ὁρίζει εἰς τὴν διαθήκην της». Ἔγινε τὸ Ἀνάστα ὁ Θεὸς - ὁ Κύριος! (ἐπὶ μεγάλης ταραχῆς καὶ συγχύσεως. Ἡ φρ. ἐκ τοῦ ἐκκλ. ὕμνου «ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν...», ὅστις ψάλλεται κατὰ τὴν λειτουργίαν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅτε συνήθως ἐπακολουθεῖ μεγάλος πανηγυρισμὸς καὶ θόρυβος τῶν ἐκκλησιαζομένων, καθὼς προσπαθοῦν νὰ ἁρπάσουν τὰ ὑπὸ τοῦ ἱερέως σκορπιζόμενα φύλλα δάφνης ἢ πέταλα ἀνθέων εἰς τὸν ναὸν) κοιν. Ἀνάστα ὁ Θεὸς ἐγέν’τον! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Κερασ.) Ἔγινε τ’ Ἀνάστα ὁ Κύριος (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ἔγινε θὰ γίνῃ τῆς κακομοίρας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Θὰ γέ’ τ᾿ς κακομοίρας Στερελλ. (Φθιῶτ.) Εἶπε κ’ ἔγινε τὸ φαΐ-τὸ κοστούμι! (εἶναι ἄριστα παρεσκευασμένον-ἔχει τελείαν ἐφαρμογὴν) πολλαχ. Εἶπε καὶ ἐγένετο! (ἐπὶ τῶν διὰ τῆς ἐπιμονῆς των ἐπιτυγχανόντων τι ἢ ἐπὶ ταχείας ἐκτελέσεως ἔργου) κοιν. Αὐτὸς εἶναι εἶπε καὶ ἐγένετο (ἐπὶ εὐφυῶν, ἱκανῶν ἀνθρώπων) ἀγν. τόπ Δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται! (ἐπὶ ἀφυῶν ἢ ἀδαῶν ἢ λόγῳ μέθης μὴ ἀντιλαμβανομένων τι) κοιν. Τρομάρα του! Δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται Πελοπν. (Αἴγ.) Ἔγινε τοῦ Κουτρούλη ὁ γάμος - τὸ πανηγύρι (συνέβη, ἐπῆλθε φοβερὰ ταραχή, ἀταξία καὶ σύγχυσις) κοιν. Γένοιτο! (εἴθε νὰ γίνῃ! ἐπὶ εὐχῆς διὰ τὴν πραγματοποίησιν ἐπιθυμητῦ πράγματος. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἐκκλ. εὐχῆς «γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ Σὲ») λόγ. σύνηθ. Μὴ γένοιτο νὰ πάθω τέτο͜ιο πρᾶμα! (συνών. μὲ τήν: μὴ κακὁ καὶ πάθω τέτο͜ιο πρᾶμα!) Θήρ. Μὴ γέν’dον Θρᾴκ. (Μαρῶν) || Παροιμ. Ἔμαθε νὰ γένεται, | τώρα δὲν ξεγένεται (ὅτι δυσκόλως ἀποβάλλεται ἡ συνήθεια) Ἤπ. || Γνωμ. Συbεθεριˬὰ καὶ κουbαριˬὰ ἄ δὲ μο͜ιάσῃ, δὲ γένεται (διὰ νὰ ἐπιτύχῃ ἢ μεσολάβησις διὰ σύναψιν γάμου, ἡ ἀνάληψις τελέσεως βαπτίσεως ὑπό τινος ὡς ἀναδόχου πρέπει οἰ μεσολαβηταὶ νὰ εἶναι ὁμοίου χαρακτῆρος πρὸς τοὺς ἀμέσως ἐνδιαφερομένους) Κεφαλλ. Συνών φρ. Ἄν δὲν ταιριˬάζαμε, | δὲν θὰ συμπεθεριˬάζαμε. Σὲ παλιˬὸ χωριˬὸ καινούργιˬα συνήθεια δὲ γίνεται Κεφαλλ. Τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίγνεται ἢ ἀπογίγνονται (ἀδύνατον νὰ ματαιωθῇ συντελεσθεῖσα ἤδη πρᾶξις) λόγ. σύνηθ. || ᾌσμ. Ἀπὸ τὸ σπίτι σου περνῶ, κλαίω κιˬ ἀναστενάζω δὲν ξέρω τί μοῦ γίνεται, τοὺς τοίχους κουβεντιˬάζω Ἤπ. Χριστὲ μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ ὄνομά σου, τίποτες δὲν ἐγίνεται χωρὶς τὸ θέλημά σου Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Δοξάζω σε, καλὲ Θεέ, δοξάζω τ’ ὄνομάσ-σου, τίποτε ᾽ὲν ταὶ γένεται δίχως τὸ θέλημάν σου Κύπρ. Τύχη, δὲν ἐβαρέθηκες τί μὄχεις γιˬαναμένα, μέρα δὲν ἐξημέρωσε χαρούμενη γιˬὰ μένα Ζάκ || Ποίημ. Τί χλαλοὴ ’ς τὸν κάτου κόσμο ἐγίνη! Δ. Σολωμ., 128. β) Ἀπροσ., τελεῖταί τι, καταβάλλεται προσπάθεια διά τι κοιν.: Δὲ γίνεται - δὲ βλέπω νὰ γίνεται τίποτα γιˬὰ τὸ διορισμό μου κοιν. γ) Μετὰ λέξεως δηλούσης χρονικὴν ὑποδιαίρεσιν τῆς ἡμέρας, ἐπέρχεται κοιν.: Γίνεται - ἔγινε πρωὶ - μεσημέρι - βράδυ κοιν. Ὅσο νὰ γίνῃ βράδυ, θὰ εἶμαι ’ς τὸ γραφεῖο κοιν. 6) Τελοῦμαι, ἐκτελοῦμαι, παρασκευάζομαι, κατασκευάζομαι, συντελοῦμαι, ὡς παθ τοῦ κάνω κοιν. καὶ Καππ. (Φάρασ.) Τσακων (Πραστ.): Γίνεται - ἔγινε τὸ φαΐ - τὸ ψωμὶ - ἡ ντουλαπα. Ξέρεις πῶς γίνεται τὸ τυρί; Ἔγιναν τὰ κρασιὰ (συνετελέσθη ἡ ζύμωσίς των) κοιν. Ἔγινε ὁ φοῦρνος (ἐθερμάνθη ἀρκούντως διὰ τὸ ψήσιμον τῶν ἄρτων κλπ., ἐπύρωσε) Πελοπν. (Κορινθ.) Ὁ φοῦρνος ἐγίνηκε-εἶναι γινωμένος (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἰων. (Κρήν.) Ὁ φοῦρνος εἶναι γιναμένος (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν (Οἴτυλ.) Γί᾽κι τὸ ψωμὶ (ὁ ζυμωθεὶς ἄρτος εἶναι ἕτοιμος διὰ τὸν φοῦρνον) Ἤπ. (Πρέβ.) Στερελλ. (Χρισ.) Ἔγιναν τὰ ψωμιˬά· ἄναψε τὸ φοῦρνο, νὰ τὰ ρίξωμε Ἤπ. (Δερβίτσ.) Γιˬὰ νὰ γένῃ τὸ ψωμὶ καλά, ν’ ἀναπιˬάνῃς προζύμι ἀποβραδὺς (νὰ γένῃ = νὰ συντελεσθῇ ἡ ζύμωσίς του, ν’ ἀνεβῇ) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τ᾽ ἀφίν’νι δυˬὸ-τρεῖς μέρις τοὺ γάλα, ὅσου νὰ γέ’ (νὰ γέ’ = νὰ ὑποστῆ ζύμωσιν, νὰ γίνῃ ὑπόξινον) Στερελλ. (Φθιῶτ.) ᾽Γένη dὸ φαΐ (ἔγινε, παρεσκευάσθη) Κύθν. Γένεται ὁ καπνὸς (ὄταν μένῃ κρεμασμένος εἰς δροσερὸν μέρος, βελτιοῦται ἡ ποιότης του) Στερελλ. (Ἀγρίν.) Πᾶμεν νὰ τὰ βγάλουμεν, ἐίνησαν δὲν ἐίνησαν (ἐνν. τὰ κάρβουνα, εἰς τὸ καμίνι· εἴτε εἶναι ἕτοιμα εἴτε ὄχι) Σύμ. Σὲ τρία καρφιˬὰ ’ς τὸ dοῖχο γένεται ἡ σταύρωση, ποὺ θὰ βάλῃ τὰ σταυροκάλαμα (σταύρωση = ἡ εὐθέτησις εἰς παραλλήλους γραμμὰς τοῦ διὰ τὸν ὑφαντικὸν ἱστὸν προοριζομένου νήματος) Ἴος. Τὸ κερὶ τὸ πλύν-νανε, καὶ τὸ νερὸ ποὺ βγάνανε τὸ βράζαμε κ’ ἐγίνουνdο τὸ ἔψιμο (κερὶ = κηρηθρα· ἕψιμο = εἶδος σιροπίου, μέλι τελευταίας ποιότητος) Ἀμοργ. Πίττις γένουντι κὶ μ’ τοὺ ξιρουτύρ’ Θεσσ. (Τρίκερ) Ἔγινε τ’ ἀλώνι (ἀπεπερατώθη ὁ ἁλωνισμὸς) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) β) Προέρχομαι προκύπτω κοιν.: Τὸ χαρτὶ γίνεται ἀπὸ ξύλο. Τὸ κερὶ γίνεται ἀπὸ τὴν κηρήθρα κ.τ.τ. κοιν. γ) Εἰδικὧς ἐπὶ ἀγρῶν, εἶμαι εὐχερης εἰς τὴν ἄροσιν, εἶμαι ἀρόσιμος Κρήτ. (Κατσιδ.) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Γίνεται τὸ χουράφι Κατσιδ. Γίνεται τὸ χωράφι Οἴτυλ. Τὸ χωράφι μου γίνεται, ποὺ πάει ἀφρὸς ἀγν. τόπ Ἐκεῖ συζητοῦν γιˬὰ τὰ χωράφιˬα, δηλαδὴ ἂν γίνωνται, ἂν ὀργώνωνται εὔκολα ἀγν. τόπ. ᾞρθι κιρὸς νὰ καμουθῇ, νὰ γέ’ τοὺ χουράφ’, θὰ τοὺ σπείρου (ἀφοῦ ὀργωθῇ...) Αἰτωλ δ) Διαμορφοῦται τι, ἀποβαίνει τι κοιν. καὶ Καππ. (Φαρασ.) Τσακων. (Πραστ.): Ἄ’ινᾖ ’ς ἂν bελέτι ἅν ᾽ιάβι (θὰ γίνη σ’ ἕνα πελέκι μία λαβη· μεταφ., ἐπὶ χρησίμου ἀνθρώπου) Φάρασ Ὕφασμα δίμιτο, μάλλινο, γινωμένο σὲ μαντάνι Δ. Λουκόπ., Πῶς ὑφαίν., 66. Τὸ ὕφασμα ἀναμαλλιˬάζει, γίνεται, ὅπως λένε αὐτόθ. 29. Ἡ δουλε͜ιά μας γιˬαναμένη Ν. Πολίτ., Παροιμ, 4,528. 7) Εἶμαι, ὑπάρχω, εὑρίσκομαι κοιν.: Καλύτερα παπούτσιˬα ἀπ’ αὐτὰ δὲν γίνονται Ἀθῆν. Γίνεται χειρότερη ζωὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ κάνω - ἔχω; αὑτόθ. Ἔζησε μιˬὰ ζωὴ καλή, ποὺ καλύτερη δὲν γίνεται Θρᾴκ. (Αἶν.) β) Εἶμαι κάπου, ἀσχολοῦμαι εἴς τι Πόντ.: Τὸ παιδὶν γίνεται ’ς σὴν παίγναν (= εἰς τὸ παιχνίδι). γ) Εἶμαι ἕτοιμος, πρόσφορος διά τι Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) Ἐγὼ ᾿κ᾽ ’ίνομαι (δὲν εἶμαι κατάλληλος, δὲν κάνω γιˬ’ αὐτὸ) Κοτύωρ. || ᾎσμ. Γίνουμαι κάστρα νὰ πατῶ, χωρία νὰ χαλάνω Πόντ. δ) Εὑρίσκομαι εἴς τινα κατάστασιν ἀπὸ ἐπόψεως ὑγείας, οἰκονομίας κ.τ.τ. κοιν.: Τί (μοῦ) γίνεσαι; Τί γίνεστε; Τί γινόσαστε; Τί γίνεται ἡ γυναῖκα σου - ἡ οἰκογένειά σου; Τί γίνονται τὰ παιδιˬά σου; (συνών. μὲ τίς: Τί κάνεις; Πῶς πᾷς; Πῶς εἶσθε; Πῶς πᾶνε οἱ δουλε͜ιές σου; κ.τ.τ.) κοιν. Εἶdα γένεσαι; Μύκ. Τί γενόσαστε; Πελοπν. (Κυνουρ.) Τί γένεται ἡ φαμελιˬά σου; αὐτόθ. Τί γίνισι; Σάμ ε) Εὑρίσκομαι εἰς σχέσεις μετά τινος Ἤπ. (Ἰωάνν.): Δὲ γενουμίστι (δὲν ἔχομεν ἐπαφὰς μεταξύ μας, δὲν ἀνταλλάσσομεν ἐπισκέψεις). Β) Μετὰ κατηγορ.: 1) Ἐπὶ προσωπ. καὶ πραγμ., εἰς περιφράσεις ἰδίˬα, ἔρχομαι εἴς τινα κατάστασιν διάφορον της προηγουμένης, ἐξελίσσομαι, καταλήγω εἴς τι, διαμορφοῦμαι, ἀποβαίνω, καθίσταμαι, ὀνομάζομαι, διορίζομαι κοιν. καὶ Ἀπουλ (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μισθ. Σινασσ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κρώμν. Χαλδ κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ.): Γίνομαι προϊστάμενος - διευθυντὴς - καθηγητὴς - δικαστὴς - γιˬατρὸς - Ἕλληνας ὑπήκοος - στρατηγὸς - διοικητὴς τῆς Τραπέζης - ἐπιθεωρητὴς - ψαρομάλλης. Γίνομαι κουμπάρος-κουμπάρα-γαμπρὸς-νύφη (παρίσταμαι ὧς παράνυμφος εἰς τὸν γάμον τινὸς-νυμφεὑομαι-ὑπανδρεὑομαι) κοιν. Ἡ ρίζα τ᾽ ἀγκαθιˬοῦ γένεται φάρμακο γιˬὰ τὸ τυρὶ Ἤπ. (Μαργαρ.) Ξέρομε δὰ πῶς γίνοdαι οἱ βουλευτᾶδες Κίμωλ. Ἐγίνη διακονιˬάρης καὶ τὸν εἶδαν ’ς τὸ κατώι τοῦ βασιλιᾶ (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Μαργαρ.) Τὸ κρασὶ ἔγινε διˬαμάντι (ἐξαιρετικῆς ποιότητος ὡς καταστὰν διαυγέστατον) Πελοπν. (Μεγαλοχ.) Ἡ γυναίκα του γί’κε ἄντρας (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Δίβρ.) Τὸ ’λέθουνε καλὰ (τὸ μεῖγμα ἐλαιῶν, εἰς ἐλαιοτριβεῖον) καὶ γένεται σὰ σούγκλι Ἴος Ἔγινε μιˬὰ σὰν χωριˬάτισσα γριὰ (κατέστη ἀγροῖκος, ὑπερῆλιξ) κοιν. Ἅμα φύῃ ἡ χαραὴ τῆς πέτρας (τοῦ μύλου), γένεται ἡ πέτρα πλατουριὰ (χαραὴ = τὸ χάραγμα, πλατουριὰ = ἐπίπεδος) Ἴος. Δὲ γένεται νόστ’μο τὸ σῦκο ’ς αὐτὴ τὴ συκιˬὰ Τῆν. Τὸ βασιλιˬόπουλο μονομιˬὰ γένεται θερίο τσαὶ σ᾽κώνετ᾽ ἀπ᾿ τὸ κρεββάτ’ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ. Ἔσκυψι κὶ τοὺ πῆρι, ἔ’νι μαλαματένιˬου (ἐνν. τὸ φίδι· ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Θὰ γενῇς λαφάτσι. - Ἄς γενοῦ, λέει (ἐκ παραμυθ.) Εὔβ. (Βρύσ.) Νὰ ἐπάρῃς τὸ βασίλειομ-μου, νὰ γένῃς βασιλιὰς (ἐκ παραμυθ.) Κάσ. Γένεν μυλωνᾶς Μισθ. Ὁ βασιλέας ἔν’ τονε λιθάρ’ (ἐκ παραμυθ.) Κάππ. Τὸ ρύζ-ζιν ἐίνετο λ-λαπ-ᾶς Σύμ. Μὲ τὸ βοριˬὰ γένετ’ ἔbανο τὸ χῶμα (σκληρύνεται ὡς πέτρα) Τῆν. Ἔχω ἕναν πετσίν, ἅμον ντὸ φορῶ ἀτο ᾽ίνουμαι ἄρκος (ἐκ παραμυθ.) Πόντ. Νὰ μὴ δῇ τί θὰ γενῇ! (ἀρὰ) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Ἰτὸ νὰ ’ἐνῇ καλὸ πρόγαdου (αὐτὸ θὰ γίνῃ καλὸ πρόβατο) Μισθ. Ἐνάταϊ χοντρὰ σὰν κούτσουρε (’ἐνάταϊ = ἔγιναν) Πραστ. Ἄνdρας εἶμμαι, πουd-dὶ νὰ γένω (ἐκ παραμυθ.) Μπόβ. Γίνομαι φρόνιμος (φρονιμεύω, συνετίζομαι). Γίνομαι καλὰ (ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀναρρωννύω) κοιν. Μ᾽ αὐτὸ ἠξουρκίζουνdο κ’ ἠγίνουνάο καλὰ ᾽Αμοργ. Ὅταν εἶχε φόβους, βάλλισκαν χορί’ μὲ μαράκηνα σὰ ἄστρα καὶ ὕστερα πγίνικεν, νιόταν καλὰ (ὅταν ὑπέφερε ἀπὸ φοβίαν, ἔβαζαν οὖρα μὲ δαμάσκηνα σ᾿ τὰ ἄστρα καὶ ἔπινε καὶ γινόταν καλὰ) Μισθ. Τζαὶ χίτ'σε τζαὶ πιˬάσαν τα ἀσ’ τ’ ὠτὶ τζ’ ἐνότου σάφορα κ.ἀ. (ἔσπευσε καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ ἀφτὶ καὶ ἔγινε ἀμέσως καλά· μετάφρ. τοῦ ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγ., 22,51: «καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου ἰάσατο αὐτοὺς») Καππ. || Φρ. Γίνομαι περδίκι (ἀναλαμβάνω πλήρως ἐκ νόσου) κοιν. Γίνομαι φύλλον ἐλιˬᾶς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μύκ. Γίνομαι (κατα)κόκκινος- (σὰν) παντζάρι - θηρίο - σκυλλὶ - σκύλλος - μπαρούτι - ξίδι - Τοῦρκος ἀπὸ (τὸ) θυμό (μου). Γίνομαι ἔξω φρενῶν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Γίνομαι (κατα) κόκκινος - (σὰν) παντζάρι ἀπὸ (τὴ) ντροπή (μου) κοιν. ’Πὸ τὴ dροπή dου γίνηκε κόκκινος σὰν dὴ φωτιὰ Κῶς (Πυλ.) Γίνομαι (κατα)κίτρινος ἀπὸ (τὸ) φόβο (μου). Γίνομαι σκνῖπα - στουππὶ - Τοῦρκος - φέσι ᾿ς τὸ ἢ ἀπὸ τὸ μεθύσι (ὑπερμεθὑσκομαι) κοιν. Ἐγίνην ταμπακιέρα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Χίος (Καρδάμ.) Ἐγίνηκενε σκνῖπα τσῆ μεθυˬᾶς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Ἡράκλ.) Γίνομαι κουδούνι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Κοπαν.) ’Γένη ὁ διˬαφτιντὴς κουνούπι ’ς τὸ μεθύσι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Μαργαρ.) Γίνομαι ἄνωκάτω (ἀναστατώνομαι ἐξ ἀταξίας ἢ ταράσσομαι ἐκ λόγων ἢ ἐνεργειῶν τινος εἰς βάρος μου ἢ ἔκ τινος λυπηροῦ ἢ ὀχληροῦ συμβάντος). Τὸ σπίτι ἔγινε ἄνω-κάτω μὲ τὴ μετακόμιση κοιν. Ἄνω-κάτω γίνηκε ὁ κόσμος μὲ τὸν πόλεμο (ἀνεστατώθη) κοιν. Ἐπῆγα ’ς τὸ λείψανο κ’ ἐγίνηκα ἄνου-κάτω (ἐταράχθην, συνεκίνηθην πολὺ) Κρήτ. Γένουμαι ἄνου-κάτου Ζάκ. Γίνομαι βάρος (σὲ κάπο͜ιον) (ἐπιβαρὐνω, καθίσταμαι, φορτικός, ἐνοχλὧ τινα). Γίνομαι κολλητσίδα - κουνούπι -τσιμπούρι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Οὑ Κώστας γίγκι μπαοῦλου ’ς τ’ φαμιλιˬά μας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) βόρ. ἰδιώμ. Καὶ εἰς ἰδιόρρυθμον συντάξιν μετὰ τῶν ἀντων. τύπων μοῦ, σοῦ, τοῦ, πλησιάζω τινὰ ἐνοχλητικῶς καὶ δὴ μὲ ἐρωτικὰς διαθέσεις ἀνεπιθυμητους εἰς αὐτὸν Πελοπν. (Αἴγ. Δίβρ. Πάτρ.) Στερελλ (Αἰτωλ.): Δὲν τὸν ἀφίνει, ὅλο τοῦ γίνεται (πιθαν. κατὰ παράλειψιν τοῦ κουνούπι, τσιμπούρι κ.τ.τ.᾽ συνών. μὲ τὴν φρ. τοῦ κολλάει) Αἴγ. Αὐτὸς μοῦ ᾿γινε αὐτόθ. Αὐτὸς τοῦ γίνηκε τοῦ ἀλλουνοῦ Πάτρ Οὑ παππᾶς πίσου πῆρι κὶ τῆς γί’κι τσ’ τούπας Αἰτωλ. Τ’ νύχτα αὐτὸς τσ᾽ γί’κι τσ’ βασίλισσας αὐτόθ. Μὴ μ’ γέ᾽σι, γιατὶ θὰ σὶ βαρέσου αὐτόθ. Πβ. ἐξ ἐγγρ. τοῦ 1815 εἰς Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ροὐμελ., 447: «Κανεὶς μανεὶς δὲν ἔχει νὰ τοῦ γίνη». Γίνομαι θυσία (θυσιάζομαι ὑπέρ τινος, ἐξυπηρετῶ, εὐεργετῶ τινα, πρὸς ζημίαν μου πολλάκις) κοιν. Γίνομαι (χίλιˬα) κομμάτια (συνών. μὲ τὴν προηγουμ ) κοιν. Θυσία ᾿ίνεται ’ιˬὰ σένα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ βάζο-τὸ ποτήρι γίνηκε (χίλιˬα) κομμάτιˬα (κατεθρυμματίσθη) κοιν. Νὰ τσα’ στῇ, νὰ μὴ φανῇ, νὰ ’έ᾽ κουμμάτια! (ἀρά· νὰ ἀφανισθῆ,νὰ φονευθῆ) Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Γίνομαι λουτσα-μουσκεμα-παππι (καταβρέχομαι, καθίσταμαι διάβροχος, ἐκ τῆς βροχῆς, συνήθως, ἢ τῆς πτώσεώς μου εἰς τὴν θάλασσαν κ.τ.τ.) κοιν. Ἐνάμα λούτσα σάμερε Μισθ. Γένην σόχλα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. Γίνομαι πετσὶ καὶ κόκκαλο-ἀγνώριστος-(σὰν) μπακαλιάρος (ἀπὸ τὴν ἀδυναμία) (ἀδυνατίζω εἰς μέγαν βαθμὸν) κοιν. Μωρὴ εἶdα χάλιˬα ’ναι ’φτά; Σὰ bακαλιˬάρος ἐΐνης κ᾿ εἶσαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γίνομαι τὸ ἕνα (μὲ κάποιον) (συμφωνῶ ἀπολύτως μετά τινος, γίνομαι πιστὸς σύμμαχός του εἴς τι, συνήθως ἐπὶ κακῷ) κοιν. Ἔγιναν τὸ ἕνα τους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ζάκ. Γενήκανε τὸ ἕνα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Βιθυν. Γίνομαι αἴτιος γιˬὰ - σὲ κάτι, ὡς ζημίας-διαζυγίου-καταστροφῆς κοιν. Γίνομαι ἐρείπιο - (ἕνα) κουβάρι - σαράβαλο - χούφταλο - ἕνα τσουβάλι κόκκαλα (κυρτοῦμαι, σκελετοῦμαι ἐκ τοῦ γήρατος, νόσου κ.τ.τ.) κοιν. Ἔινι κουβάρ’, δὲ σαλεύ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μισθ. Γένουμαι ἕνα σωρὸ κόκκαλα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ζάκ. Γίνομαι πτῶμα (ἐξαντλοῦμαι ἕως θανάτου ἐκ νόσου ἢ κοπώσεως) κοιν. Γίνομαι ἄφαντος - καπνὸς (ἐξαφανίζομαι αἰφνιδίως) κοιν. Ἐγίνηκε ἀνεπέτακας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μύκ. Ἄνιμους γί’κι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. Ἀνέμου πουλλὶ γένηκε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. Ἁμὰ κεῖνο ’νότον ’λίσπαρτο (= ἀλίσπαρτο = τὸ οἱονεὶ δι᾽ ἀλατος σπαρέν, ὅθεν καταστραφέν · ἀλλ’ ἐκεῖνος ἔγινε ἄφαντος) Σινασσ. Ἄμορα γίν’καν τὰ παιδιὰ (ἐξηφανίσθησαν) Βιθυν. Ἐέν’τον ᾿ς σὸν ἄνεμον τὰ φύλλα (ἔγινεν ὅπως εἰς τὸν ἄνεμον τὰ φύλλα, δηλ. διεσκορπίσθη) Χαλδ. Γί’κι τ᾽ ἀνέμ’ οὑ καβγᾶς (ἐπὶ σφοδρᾶς λογομαχίας) Ἤπ. Γίνανε ἄνεμος τὰ λεφτὰ - τὰ σπίτιˬα (ἐσπαταλήθησαν, κατεστράφησαν) κοιν. Γίνομαι σκόνη - στάχτη (καταστρέφομαι τελείως) κοιν. Ἔγιναν στάχτη καὶ πούλβερη (ἐπὶ μεγάλης περιουσίας ἐξανεμισθείσης ἐντὸς ἐλαχίστου χρόνου δι’ ἀνικανότητα τῶν κληρονόμων) Κρήτ. (Μύρθ.) Στάχτη νὰ γίνῃς! (νὰ καταστραφῆς, νὰ ἀποθάνῃς! ἀρὰ) αὐτόθ. Γίνανε γῆς Μαδιὰμ (ὡς παθ. τοῦ τά ’καμε γῆς Μαδιάμ, ἐκρημνίσθησαν, κατεστράφησαν ὁλοσχερῶς) κοιν. Γίνομαι περίγελο - ρεζίλι- τοῦ κορόιδου (γελοιοποιοῦμαι, γίνομαι καταγέλαστος) κοιν. Γενούμαστε τοῦ γέλιου (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) Σίφν. Γίνομαι ἀπὸ δυˬὸ χωριˬὰ μὲ κάποιˬον (γίνομαι ἄσπονδος ἐχθρὸς τινὸς κατόπιν σοβαρᾶς φιλονικίας, δηλ. δημιουργῶ ἔχθραν οἵα ὑφίσταται συνήθως μεταξὺ γειτονικῶν χωρίων ἐκ διισταμένων συμφερόντων) κοιν. Θὰ γίνουμε ἀπὸ δεκαπέντε χωριˬὰ (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) κοιν. Τρωγομάστονε καὶ γινουμάστονε ἀποὺ δυˬὸ χωριˬὰ Κρήτ. (Σέλιν.) Γίνομαι μαλλιˬὰ κουβάριˬα μὲ κάπο͜ιον (συνών. μὲ τὰς προηγουμ.) κοιν. Γίνομαι ἄνθρωπος (ἐξανθρωπίζομαι, ἐξευγενίζομαι, ἐκπολιτίζομαι, πολλάκις καὶ εἰρων., ἐπὶ ἀναξίως πλουτήσαντος ἢ ἀποκτήσαντος ἐν γένει ὑψηλὴν κοινωνικὴν θέσιν) κοιν. Ἔγινε ἄνθρωπος κιˬ αὐτός! (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) κοιν. Γί’τσι τσ’ αὑτὸς ἄθριπους! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κυδων. Γίνε ἄντρωπος! (γενοῦ σώφρων, συνετίσου!) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἐγέρασεν, κιˬ ἄνθρωπος ’κ’ ἐέν’τον (= δὲν ἔγινε) Πόντ. Γίνομαι μεγάλος ἄνθρωπος-μέγας καὶ πολὺς (καταλαμβάνω ἐξέχουσαν θέσιν εἴς τινα τομέα, καθίσταμαι διάσημος) λόγ. σύνηθ. Γίνομαι μέγας καὶ μεγάλος (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) Μύκ. Γίνομαι κάπο͜ιος-κάτι (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) κοιν. Γίνομαι νοικοκύρης (ἀποκτῶ τι, καθίσταμαι κύριός τινος, ἰδίˬα μεγάλης περιουσίας, εὔπορος) κοιν. Γίνομαι ἀφεντικὸ (συνών. μὲ τήν προηγουμ. ἢ καὶ γίνομαι προϊστάμενος) κοιν. Γίνομαι μὲ λεφτὰ - μὲ σπίτια (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) κοιν. Ἡ αὐτὴ σημ. καὶ ἄνευ κατηγορ. Κρήτ. (Μεραμβ.) Πόντ.: Ἀπὸ δυˬὸ κλαδιˬὰ κριθάρι θὰ γενῇς Μεραμβ. Ἐφτωχὸς ἔτον, ἄμα ἀτώρα ἐέν’τον (=ἐπλούτισεν) Πόντ. Γίνομαι ὑπὸ σὲ κάποιον (ὑποτάσσομαι, ὑπακούω εἰς τὰς θελήσεις, τὰ κελεύσματά τινος) κοιν. Ἔπρεπε νά ’ρθῃ ἐκεῖνος, πού ’ναι κατώτερός σου, νὰ προσπέσῃ, ὄχι νὰ πᾷς ἐσύ, νὰ γίνῃς ὑπὸ (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) κοιν. Ἐγὼ δὲ γίνομαι ὑπὸ κανενὸς (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) κοιν. Ἐὼ ’ς σὸν Ἄραβον ὑπὸ ’κ ’ίνομαι (ἐκ παραμυθ.) Χαλδ. Γίνομαι ἀγνώριστος ἀπὸ τὶς λάσπες-τὰ κάρβουνα-το πάχος-τὴν καλοπέραση κ.τ.τ. (ἐπὶ κακῆς καὶ καλῆς σημ., φθάνω εἰς σημεῖον νὰ μὴ ἀναγνωρίζομαι ἐκ ζημίας ἢ βελτιώσεως τὴν ὁποίαν ὑπέστην) κοιν. Καὶ ἄνευ κατηγορ.: Γίνομαι ὁλοένα (ρυπαίνομαι) Πελοπν. (Κοπαν.) Γίνομαι μασκαρᾶς (μεταμφιέζομαι κατὰ τὰς Ἀπόκρεω ἢ, μεταφ., φέρομαι ὑπούλως, ὑποκριτικῶς) κοιν. Γί’κι κακὰ (ἐπεδεινώθη ἢ κατάστασις τῆς ὑγείας του) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γί’καν τὰ μοῦτρα τ’κριάσ’ (ἐπὶ τῶν ἀναισχύντων) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γίνομαι κουτὸς (φέρομαι ἀνοήτως) Μὴ γίνεσαι κουτός! (πρόσεχε μὴ σἐ ἐξαπατήσουν, διασφάλισε, κοίταξε τὸ ἀτομικόν σου συμφέρον !) Γίνομαι παιδὶ (φέρομαι ἀφελῶς) Μὴ γίνεσαι παιδί! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τί ἔγινες; (Ποῦ ἤσουν ἀφ’ ὅτου σὲ εἶδον διὰ τελευταίαν φοράν; Τί σοῦ συνέβη; Πβ. γίνομαι ἄφαντος) κοιν. Τί γέ’κε τὸ παιδί; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τί γί’κις; βόρ ἰδιώμ. Τί γίνεται τὸ ζήτημά σου; (ποία εἶναι ἡ ἐξέλιξις τῆς ὑποθέσεώς σου;) Δὲν ξέρω τί θὰ γίνω (...πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ πράγματά μου, αἱ ὑποθέσεις μου, ἡ ζωή μου) κοιν. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ γένουμε! Πελοπν. (Παππούλ.) Τί θὰ γίνωμε, ἂν δὲ βρέξῃ καὶ ἄν βρέξῃ, ποῦ θὰ πᾶμε!) (παιγνιωδῶς, ἐπὶ τῶν προσδοκώντων τὰ πάντα ἐκ τῆς φορᾶς τῶν πραγμάτων, ἢ ἐκ τῆς θείας προνοίας) κοιν. Τί θὰ γίνουμι, σὰ δὲ βρῇ! (συνών. μὲ τήν προηγουμ.) Κυδων. Τί θὰ γίνῃ τὸ χάλι μου! (τί θὰ ἀπογίνω! ἐπὶ τῶν οὐδεμίαν ἐλπίδα βελτιώσεως τῆς κακῆς καταστάσεως αὑτῶν ἐλπιζόντων) κοιν. Πῶς ἔγινες ἔτσι! (πῶς κατήντησες! πόσον ἀδυνάτισες - ἐχρεωκόπησες!) κοιν. Βλεπεις πῶς ἔγινα! κοιν. Πῶς γινουμάστε, ὅταν γεράσωμε! Ἴος Γίνομαι κουρκούτι (ἐπὶ γερόντων, ἀπομωραίνομαι· συνών. μὲ τάς κουρκούτιˬάζω, κουρκουτιˬάζει τὸ μυˬαλό μου) κοιν. Γίνομαι ἀπὸ δήμαρχος κλητήρας (ἐπὶ μεταβολῆς τοῦ βίου πρὸς τὸ χειρότερον) κοιν. Τσιμέντο νὰ γίνῃ! (οὐδόλως ἐνδιαφέρομαι τί θὰ συμβῆ· συνών. μὲ τὴν ἀρχ. «γαῖα πυρὶ μειχθήτω») κοιν. || Παροιμ. φρ. Ἀβούηθα μου, φτωχέ, | νὰ μὴ γίνω σὰ gαὶ σὲ (εἰρων., ἐπὶ πλουσίων παραπονουμένων διὰ τὴν δῆθεν κακὴν οἰκονομικήν των κατάστασιν) Μύκ. Βουήθα μι κὶ ’σύ, φτουχέ μ’, | νὰ μὴ γίνω σὰν ἰσένα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Κιˬ ἂν κελαηδάῃ ἡ ὀχιˬά, δὲ γίνεται γαρδέλι (παρὰ πᾶσαν φαινομενικὴν μεταβολὴν ἡ πονηρὰ φύσις δὲν μεταβάλλεται) - Λεξ. Δημητρ. Ἡ ’σπάκα ᾿γίνη ἀπόσπακα καὶ οἱ κοπριˬὲς λιβάνι καὶ οἱ ἐπαῖτες τοῦ λαοῦ ᾽γίνησα καπετάνιˬοι (’σπάκα = τὸ φυτὸν ἀσφάκα, ἀπόσπακα = τὸ φυτὸν ἐλελίσφακος· ἐπὶ τοῦ ἀσταθμήτου τῶν ἀνθρωπίνων, ὅπου οἱ εὐτελεῖς καταλαμβάνουν τὴν θέσιν τῶν εὐγενῶν) Πελοπν. (Λακων.) Γίνητα χαμηλὴ συκιὰ | κ’ εἶναι τὰ σῦκα ζας γλυκὰ (ἑγίνατε ὑποχείριοι πάντων, ὡς ἡ χαμηλὴ συκῆ, τῆς ὁποίας πᾶς διαβάτης δύναται νὰ δρέψῃ τοὺς καρπούς· ἐκ μοιρολ.) ΙΙελοπν. (Μάν.) ’Σ τοὺ χέρι τ᾽ νά ’νταν, παππᾶς ἰγίνινταν (ὅτι δὲν δύναταί τις νὰ πράξη πᾶν ὅ,τι ἐπιθυμεῖ) Λέσβ. Γί’τσι κουλουτσύθ’ τσὶ μάκρινι τσ’ ἥ -οὐρά τ’ (ἐπὶ τῶν ἕνεκα μικρᾶς εὐπορίας ἀλαζονευομένων) αὐτόθ. || Γνωμ. Γιˬὰ νὰ γίνῃς, ἢ ἔρημα ἢ εὕρημα (διὰ νὰ πλουτήσῃς, ἢ πρέπει νὰ εὕρῃς ἐγκαταλειμμένην περιουσίαν ἢ θησαυρὸν) Αἴγιν. Τὰ χυμένα μαζωμένα δὲ γίνονται (συνών. μὲ τήν: τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίγνεται) Πελοπν. (Ἀράχ.) || Αἰνίγμ. Τὰ δύο τρία γένουνται (ἐπὶ τῶν γηρασκόντων· οἱ δύο πόδες γίνονται τρεῖς, μὲ τὴν προσθήκην τῆς ράβδου) Πελοπν. (Κόκκιν. Πυλ.) Ἐχιˬονίσαν τὰ βουνά, | ἐκοdύναν τὰ μακριˬά, τὰ δύο τρία γίνησα | κ’ οἱ μύλοι δὲν ἀλέθουσι (ἐλευκάνθη ἡ κεφαλή, ἐξησθένησαν οἱ ὀφθαλμοί, προσετέθη ράβδος εἰς ἐνίσχυσιν τῶν ἐξησθενημένων ποδῶν, οἱ ὀδόντες δὲν βοηθοῦν εἰς τὴν μάσησιν) Πελοπν. (Μάν.) || ᾌσμ. Βαπόριˬα μου, καράβιˬα μου, μαῦρα πουλλιˬὰ γενῆτε, πηγαίνετε ᾿ς τὸ Μπειραιᾶ, ᾽ς τὴ μάννα νὰ τὸ πῆτε (ἐκ μοιρολ.) Ἴος Οἱ κλέφτες ἐσκορπίσανε καὶ γένανε bουλούκιˬα Ἤπ. (Μαργαρ.) Τεπελένι Τεπελένι, | πάλ’ Ἑλληνικὸ θὰ γένῃ Ἤπ. (Λούκοβ.) Ἐσὺ θαρρεῖς θὰ μ’ ἀρνηθῇς καὶ θενὰ κιτρινίσω· κότσινο ρόδο θὰ γενῶ, νὰ σ’ ἀποδαιμονίσω (νὰ σ’ ἄποδαιμονίσω = νὰ σὲ ἐκνευρίσω) Φολέγ. Ἀκόμα δυˬὸ θὰ καρτερῶ καὶ τρεῖς θ᾽ ἀπανταχαίνω· ἐὰν δὲν ἔρθῃ μέσ’ ’ς τοὺς τρεῖς, καλόγρια θὰ γένω Σίφν. || Ποίημ. Σὰν ποτάμι τὸ αἶμα ἐγίνη καὶ κυλάει ’ς τὴν ἀμμουδιˬὰ Δ. Σολωμ., 15. β) Ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων, αὐξάνομαι, προάγομαι εἰς ἡλικίαν, παλαιοῦμαι κοιν. Πβ. ἀρχ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ 1, 4, 16: «ἀμφὶ τὰ πέντε... ἔτη γεγονὼς»: Ἔγινε ἑκατὸ χρονῶν ἡ ἐκκλησία μας κοιν. Ὅταν κίνησα νὰ γένω λίγου μεγαλύτερος, ἐτότες μὲ πῆραν καὶ στρατιώτη Ἤπ. (Μαζαρακ.) Τοὺν γένη σαράντα μέρες, μάννα του παίνει ’ν ἐκκλησία (ὅταν γίνῃ σαράντα ἡμερῶν, τὸ παιδὶ ἐνν., ἡ μητέρα του πηγαίνει εὶς τὴν ἐκκλησίαν) ἀγν. τόπ. Καὶ ἄνευ κατηγορ., φθάνω εἰς σημεῖον ἀκμῆς, τελειοῦμαι: ᾌσμ. Ἀπὸ μικρὴ σ’ ἀγάπησα, νὰ γένῃς, νὰ σὲ πάρω καὶ σ’ ἔγινες, μεγάλωσες κιˬ ἄλλον καλόνα παίρνεις Θρᾴκ. Ἐγἐν’τον ὁ αἰχμάλωτον, ἐγέν’τον κ᾽ ἐρματῶθεν, ἐπέρεν τ᾽ ἐλαφρὸν σπαθὶν κ᾿ ἑλλενικὸν κοντάριν (ἐγέν’τον = ὡρίμασεν εἰς ἡλικίαν, ἠνδρώθη, ἐμεγάλωσε) Κερασ. γ) Ἐπὶ ζῴων, εἶμαι εἰς κατάλληλον ἡλικίαν διὰ σφαγὴν καὶ βρῶσιν Πελοπν. (Ἦλ.) δ) Ἐπὶ ποσῶν, συμποσοῦμαι, προκύπτω, ἀπαρτίζω σύνηθ.: Πέντε καὶ πέντε γίνονται δέκα (συνών. μὲ τὸ κάνουν). Εἶχα δέκα χιλιˬάδες ’ς τὸν τόκο καὶ γίνανε δώδεκα. Οἱ τόκοι ἔγιναν χίλιˬες δραχμὲς σύνηθ. Γίνηκαν ὅλοι μαζὶ πενήντα Θρᾴκ. (Ἡράκλ.) Ἐμάσανε πολλὰ καΐκιˬα καὶ γένονταν τσέτα καὶ ψάρευαν μὲ δίχτυˬα (τσέτα = ὁμἀς) Θεσσ. (Τρίκερ.) Τσ’ λογαριˬάζ’ς πόσοι γί’τι; Προπ. (Κύζ.) Οὕλο οἱ ἀdροι ᾽πέθνησκαν· πάdα τριαdαϊννιˬὰ ἤdασι, σαράdα δὲ γέν’dασι (ἐκ διηγ.) Προπ. (Μαμαρ.) Γέν’dα ἕξι χωριˬὰ ’ς τὸ Μαρμαρᾶ αὐτόθ. ε) Ἀπροσ., ἐπὶ χρόνου, συμπληροῦται, ἐπέρχεται πολλαχ.: Ἔγινε μεσημέρι - βράδυ - πρωὶ πολλαχ, Ἐγέν᾽τον ἡμέρα, κιˬ ἀκόμαν κοιμᾶται Πόντ. Γί’κι μέρα (= ἐξημέρωσε) Ἤπ. Ἔν’τον ἕνας χρόνος ’κ’ εἶδα τον (παρῆλθεν ἔτος, καὶ δὲν τὸν εἶδα) Πόντ. Γ) Ἀπρόσ. 1) Ἰδίˬα εἰς φρ. γίνεται = εἶναι δυνατὸν νὰ τελεσθῇ, νὰ συμβῇ τι κοιν. καὶ Πόντ.: Αὐτὸ δὲ γίνεται. Γίνεται ἢ δὲ γίνεται; Πές μου, νὰ ξέρω. Γίνεται νὰ μὴν ἔρθῃ; - νὰ μὴν κατάλαβε; -νὰ μὴν τὸ ξέρῃ; Γίνεται αὐτὸ ποτέ; Πῶς γίνεται αὐτό! (ἀδύνατον! πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνῃ τέτοιο πρᾶγμα!) Ἄν γίνεται, καλά· ἀλλιˬῶς ἂς το. Δὲ γίνεται - δὲ θὰ γίνῃ τίποτα δουλε͜ιὰ (οὐδὲν μέσον θεραπείας ὑπάρχει) κοιν. Δὲ γίνεται τίποτα - δουλε͜ιὰ μὲ τὰ παρακάλιˬα, πρέπει νὰ τὸ απαιτήσῃς. Δὲ γίνεται τίποτα γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἀρρώστου (οὐδεὶς τρόπος, οὐδεμία δυνατότης θεραπείας ὑπάρχει). Δὲ γίνεται, κάτι μοῦ κρύβεις (δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μοῦ λέγης - δὲν μοῦ λέγεις τὴν ἀλήθεια). Τί γίνεται λοιπὸν τώρα; (τί δέον γενέσθαι;). Καλύτερο - καλύτερα δὲ γίνεται (δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ καλύτερόν τι δοθέντος τινὸς ἢ νὰ συμβῇ τι κατὰ καλύτερον τρόπον) κοιν. Δὲ γίνιdιν αὐτὲς οἱ δ’λε͜ιὲς Κυδων. Ὄχι γένεται, ὄχι δὲ γένεται, ξέρω ’γὼ τί, σ᾽κώθηκε Ἤπ. (Μαργαρ.) Κιˬ ἂν ἐθέλῃ νὰ τὰ πουλήσουμε οὗλα, γένεται κ’ ἔτσι Σ. Δάφνης, Ν. Ἐστία, 21 (1937), 443. Ποῦ τὸ εἶδες, κορίτσι νὰ κοιμᾶται ξαπλωμένο καὶ νὰ φαίν’νται τὰ ποδάρια τ’; Μήτ’ ὁ μπαμπᾶς σου, κόρη μου, δὲν γίν’ται νὰ γλέπ’ μήτε τὰ δάχτυλά σ’ (...δὲν εἶναι ὀρθόν...) Π. Παπαχριστοδ., Θρᾴκ ἠθογραφ. 2,98. Ἔβαλα τὰ δυνατά μου τούτη ἡ φωνὴ ν’ ἀκουστῇ ὅσο γίνεται Κ. Μπαστ., Ἀλιευτ., 8. || Παροιμ. ’Σ τὸ φοῦρνο καὶ ’ς τὸ μύλο δὲ γίνεται (ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμνης συγχρόνως δύο τελείως διάφορα ἔργα) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 72,104. || Γνωμ. Τὸ αἷμα νερὸ δὲ γίνεται (ὁ συγγενικὸς δεσμὸς παρὰ τὴν προσωρινῆν ἐχθρότητα δὲν λησμονεῖται, καὶ ἡ ἀγάπη ἀποκαθίσταται). Δὲ γίνεται τίποτα χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κοιν. Χωρὶς ν’ ἀναγκάσῃς δὲ γίνεται δουλε͜ιὰ Πελοπν. (Κυνουρ.) Μὲ τὴν ὀκνίαν δουλεία ’κὶ γίνεται (μὲ τὴν ὀκνηρίαν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδώσης ἔργον) Πόντ. (Οίν.) || ᾎσμ. Δὲν ἡμbορεῖ νὰ πορπατῇ, δὲ γίνεται νὰ δράμῃ Κάρπ. 2) Ὑπάρχει καιρός, εὐκαιρία διά τι Ἤπ. (Ἰωάνν.): Δὲ μοῦ γένιτι (δὲν εὐκαιρῶ). 3) Προσαρμόζεται, ἐφαρμόζεταί τι εἴς τι πολλαχ.: Μοῦ γίνεται τὸ καπέλλο - τὸ φόρεμα (συνών. μὲ τὸ μοῦ κάνει). Δὲ μοῦ γίνονται τὰ παπούτσιˬα σύνηθ. 4) Ὑπάρχει συγγένεια μετά τινος πολλαχ.: Τί σοῦ γίνεται ὁ Νῖκος; Σχιν 5) Μοῦ γεννᾶται φόβος, φοβοῦμαι Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Τοὺν εἶδα κί μ’ γί᾽κι (= ἐφοβήθην) Ζαγόρ. Καθὼς τοὺν εἶδα, μοῦ γί᾽κι αὐτόθ Μοῦ γί’κι ἀπὸ τὸ φόβο μ᾽ (κατεταράχθη· συνών. μὲ τὰ ἐλαχτάρησα, τὰ χάσα, τρόμαξα) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA