γινώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γινώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γινώνω Θρᾴκ. (Σχολάρ.) Κρήτ. (Ἄγιος Βασίλ. Μαλάκ· Ρέθυμν κ.ἀ.) - Γ. Χατζιδ. εἰς Ἀθηνᾶν 14 (1902), 523 καὶ ΜΝΕ, 2,581 γινώνου Ἤπ. (Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) γενώνω Ἤπ. Κρήτ. (Ἀνατολ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Δεσφ.) Μέσ. γινώνομαι Κρήτ. (Μαλάκ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) γενώνομαι Ἤπ. Κρήτ. (Ἀνατολ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ παρασυσχετισμοῦ τῆς μετοχ τοῦ γίνομαι, γινωμένος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γενωμένος, νομισθέντος ὅτι αὕτη προῆλθεν ἐκ ρ. γινώνομαι, ὡς καμωμένος ἐκ τοῦ καμώνομαι κ.τ.τ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ἔνθ’ ἀν. Πιθαν. καὶ ἐκ τοῦ γίνωμα ὑποχωρητ.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. καὶ μέσ., ἐπὶ καρπῶν, ὡριμάζω Κρήτ. (Ἀνατολ. Μαλάκ. Ρέθυμν. κ.ἀ.): Τὸ δεdρὸ αὐτὸ γενώνει πρώιμα τὸ gαρπό dου Κρήτ. Ἐν ἐγενωθήκανε ἀκόμη τὰ σταφύλιˬα, γιˬατὶ ὀφέτος ἤτανε κακοχρονιˬὰ Ἀνατολ. Τὰ σταφύλιˬα γίνώνουν - ἐγινώσανε - γινώνοdαι - ἐγινωθήκανε Ρέθυμν. Ἀκόμη δὲν ἐγινωθήκανε τ’ ἀπίδιˬα Μαλάκ. Ἐγενωθήκαν τὰ σῦκα Κρήτ. 2) Ἐνεργ καὶ μέσ., ἐπὶ ὁλομαλλίνου ὑφάσματος τῆς οἰκιακῆς βιοτεχνίας, ἀποκτῶ πυκνότητα καὶ τρίχωμα λεπτὸν μετὰ εἰδικῆν κατεργασίαν διὰ κοπανίσματος ἐντὸς τοῦ ὕδατος Ἤπ. Θρᾴκ. (Σχολάρ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ.): Τὸ σκουτὶ γινώνεται ᾿ς τὸ μαντάνι Ἤπ. Θὰ στεὶλου τ᾽ν τσέργα ’ς τ’ νιρουτριβιὰ νὰ γινώσ’ (τσέργα = εἶδος κλινοσκεπάσματος, βελέντζα) ‘Αράχ. Καὶ μετβ., ὑποβάλλω εἰς εἰδικῆν κατεργασίαν εἰς τὴν νεροτριβὴν μάλλινον ὕφασμα ἀραιῶς ὑφασμένον, διὰ νὰ ἀποκτησῃ τὴν δέουσαν πυκνότητα Ἤπ. Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ.): Ἡ νεροτριβιˬὰ τὸ γενώ’ καλύτερα τὸ σκουτὶ ἀπ’ τὸ μαντάμ’ (μαντάνι = εἶδος μηχανῆς κινουμένης διὰ τεχνητοῦ καταρράκτου) Δεσφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA