ἀσημόλευκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημόλευκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁσημόλευκα ἡ, Ἤπ. ἀσημολεύκα Ρ. Γκόλφης ἐν Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ. 55.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ λεύκα.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν λεύκη ἡ πάλλευκος (populous alba nivea) τῆς τάξεως τῶν ἰτεωδῶν (salicinaceae) ἔνθ᾽ ἀν: ᾎσμ. Νά ᾽χα μιˬὰν ἀσημόλευκα ᾽ς τὴ μέση ᾽ς τήν αὐλή μου νὰ κάθομουν ᾽ς τὀν ἥσκιˬο της νὰ χαίρετ᾽ ἡ ψυχή μου Ἤπ. - Ποίημ. Ἡ ἀσημολεύκα, ἀνάψηλη, γαλήνιˬα ἀργοσαλεύει. Ρ. Γκόλφης ἔνθ᾽ ἀν. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA