ἀντίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίδι τό, κοιν. ἀντίδιν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐντύβιον < ἔντυβον καὶ ἴντυβον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. Intubus. ’Ιδ. Κορ. Ἄτ. 4, 425 κἑξ.
Σημασιολογία
Εἶδος κιχωρίου (cichorium endivia) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), ἐδώδιμον λαχανικὸν μὲ φύλλα οὖλα. Συνών. σγουρὸ ραδίκι, πικρομάρουλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA