γιˬοθάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοθάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬοθάρι τό, Π. Γενναδ., Γεωργ., 72 Σ. Χασιώτ., Νέα γεωπον., 9, 1560 ἀθ-θάριν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιόθος. Ὁ τύπ. ἀθ-θάριν ἐσφαλμένως ἔχει συνταχθῆ ὡς ἰδιαίτερον λῆμμα ἐτυμολογηθεὶς ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀνθάριον. Πιθανώτερον φαίνεται ὅτι τὸ *γιοθ-θάριν διὰ σίγησιν τοῦ γ ἐγένετο *ἰοθ-θάριν - *ὀθ-θάριν καὶ κατὰ τὴν συνεκφορὰν ἕνα ὀθ-θάριν ἢ τὰ ὀθ-θάρια ἐξέπεσε τὸ ἀρχ. ο.
Σημασιολογία
1) Γιˬόθος 1, τὸ ὁπ. βλ., Π. Γενναδ., ἔνθ’ ἀν. Σ. Χασιώτ., ἔνθ’ ἀν. 2) Γιˬόθος 2, τὸ ὁπ. βλ., Κύπρ. 3) Γιˬόθος 3, τὸ ὁπ. βλ., Κύπρ.: Τούτ᾿ ἡ πετιˬὰ τοῦ τραούλ-λου ᾿ὲν κάμει γιˬ᾿ ἁίν, γιˬατὶ ἔει πολλὰ ἀθ-θάρκα (ἀὶν = ἀσκί).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA