γιˬόθι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬόθι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬόθι τό, ἐνιαχ γιˬόθ’ Ἁλόνν. Θεσσ. (Μηλ.) Σκόπ. Στερελλ. (Δεσφ. Τοπόλ.) γιˬότ’ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) γκιˬόθι Πελοπν (Γέρμ.) Στερελλ. (Λεβάδ) γκιˬόθ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Μακεδ. (Ἐλευθερ.) ζό’ Στερελλ. (Αἰτωλ) ζάθ’ Στερελλ. (Εὐρυταν. Τριχων.) ζάφ’ Στερελλ. (Ἀστακ. Τριχων.) Πληθ. γιˬότχιˬα Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) γκιˬόθχιˬα Θεσσ. (Δομοκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬόθος.
Σημασιολογία
Γιˬόθος 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ τομάρ’ τ᾿ς γίδας ἔ’ γιˬόθιˬα ἀπ’ ᾽ν ἀχάμνιˬα (ἀδυναμία) Στερελλ. (Δεσφ.) Ζ’λάου τοὺ τουμάρ’ τ’ Σαΐτά’ νὰ βγοῦν τὰ γκιˬόθχιˬα Εὔβ. (Ἄκρ.) Αὐτὸ τοὺ βιτού’ εἶνι οὕλου ζόχιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ) Τοὺ ζάφ’ εἶνι σ’λή’ ἄσπρου Στερελλ. (Ἀστακ.) Τοὺ ζῶ’ ἔ’ γιˬόθια Ἁλόνν Σκόπ.|| Φρ. Πᾶμ’ νὰ προσ’λιˬαστοῦμ’, νὰ βγοῦν τᾶ γιˬόθια (παιγνιωδῶς, ἐπὶ ἀνθρώπων στερηθέντων ἐπί τι διάστημα τῆς ἡλιακῆς θαλπωρῆς) Στερελλ. (Δεσφ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬόθος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA