γιˬοθιˬάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοθιˬάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬοθιˬάρης ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. γκιˬοθιˬάρα Εὔβ. (Ψαχν.) Οὐδ γκιˬοθιάρ’κο Εὔβ. (Ψαχν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬόθος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάρης.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ αἰγῶν, ὁ προσβεβλῆμένος ὑπὸ τοῦ παρασίτου γιˬόθος 1, τὸ ὁπ. βλ.: Ἄι᾿ς τὸ διˬάολο, γκιˬοθιάρα γίδα! 2) Ἐπὶ καρπῶν, ὁ προσβεβλῆμένος ὑπό τινος παρασίτου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργῶνται ἐξογκώματα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ καρποῦ: Δὲν τὰ ράντ’σα ’φέτο τὰ βερίκοκά μ’, κ’ εἶναι πολλὰ γκιˬοθιάρ’κα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/